Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Γιατί να μην Φταρνιστείς;

Γιατί να μην Φταρνιστείς;



    Ένα απόγευμα στα μέσα του 1921, η Katherine Dreier ζήτησε από τον φίλο της και καλλιτέχνη Marcel Duchamp να δημιουργήσει με απόλυτη ελευθερία οτιδήποτε ήθελε, για να το κάνει δώρο στην αδερφή της για το γάμο της. Και ο Marcel Duchamp, αυτός ο εκκεντρικός, ανατρεπτικός αλλά και ιδιοφυής καλλιτέχνης, έφτιαξε τον…Έρωτα! Ή καλύτερα, ένα παλιό κλουβί γεμάτο μαρμάρινους κύβους που έμοιαζαν σαν φτιαγμένοι από ζάχαρη, ένα θερμόμετρο και ένα κόκαλο σουπιάς. Στη βάση του κλουβιού έγραψε τη φράση ‘γιατί να μη φταρνιστείς’ καθώς και ένα από τα ψευδώνυμά του το ‘Rose Selavy’. Το δημιούργημα αναπόφευκτα δεν είχε μεγάλη επιτυχία.  Η Doreothea το επέστρεψε στην αδερφή της και εκείνη το ξεφορτώθηκε με την πρώτη ευκαιρία πουλώντας λίγα χρόνια μετά σε έναν από τους συλλέκτες του Duchamp. Από τότε λίγοι το είδαν και ακόμη λιγότεροι το κατάλαβαν. Οι περισσότεροι σκέφτηκαν πως αφενός ήταν δύσκολο στην κατανόησή του, αφετέρου πολύ περίεργο για να μην έχει και κανένα νόημα. Ο Duchamp από τη μεριά του δε βοήθησε με εξηγήσεις, λέγοντας μόνο πως « αυτό το μικρό κλουβάκι είναι γεμάτο με κύβους ζάχαρης….αλλά κύβους ζάχαρης που είναι φτιαγμένοι από μάρμαρο και όταν πάει κανείς να τους σηκώσει, ξαφνιάζεται από το απρόσμενο βάρος. Και υπάρχει φυσικά  το θερμόμετρο για να καταγράφει την θερμοκρασία του μαρμάρου και το κόκαλο σουπιάς για να επισημαίνει την ματαιότητα της ελευθερίας.»
   Όλο το απόγευμα κοιτάω εικόνες αυτού του readymade του Duchamp και σκέφτομαι πως είχε απόλυτο δίκιο! Κάπως έτσι είναι ο έρωτας! Ένα κλουβί που, μολονότι σου δίνει την αίσθηση ελευθερίας, σε κρατάει δεμένο στα συναισθήματά σου και στην εξάρτησή σου από τον άλλο, κάτι που σε κάνει να νιώθεις πως θέλεις να πετάξεις αλλά είναι μερικές φορές πολύ βαρύ για να το αντέξεις(το βαρύ μάρμαρο έναντι της ζάχαρης), κάτι που σου δίνει μια υποσχόμενη γλύκα (ψεύτικοι κύβοι ζάχαρης), που σε κάνει να λιώνεις και να παίρνεις φωτιά ή να παγώνεις(θερμόμετρο), αλλά και ποίηση εκφρασμένη από τα δυνατότερα συναισθήματα (αίσθηση κελαϊδίσματος πουλιού). Φυσικά είναι και...Τέχνη (ο υποβόσκων κυβισμός και η χρήση του μαρμάρου ως υλικού).
Όσο για το ψευδώνυμο του Duchamp ως υπογραφή στη βάση του κλουβιού, μας παρέχει με ακόμη ένα στοιχείο. Το Rose, που κάποιες φορές το γράφει ως «rRose» θυμίζει την λέξη ‘Έρως’ και το Selavy, δεν είναι παρά μια φωνητική θύμιση του γαλλικού «Cest la vie». Άρα Έρως cest la vie!

Και το φτάρνισμα? Ναι ένα φτάρνισμα! Μα είναι απόλυτα ιδιοφυές!
Κάπως έτσι είναι ο έρωτας για τον Marcel Duchamp!

Οπότε αναρωτιέμαι: γιατί μας είναι τόσο δύσκολο γενικά να κάνουμε αυτήν την καθαρτική κίνηση που μας παροτρύνει ο Duchamp; Αυτή την κίνηση που ξεκινά σαν ένα μικρό γαργαλητό, αστείο στην αρχή και, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε τι μας συμβαίνει, μας παρασύρει σε μια τεράστια έκρηξη που αφήνει πίσω υγρά κατάλοιπα; Και κυρίως, όπως είπε και ένας φίλος τις προάλλες, γιατί είμαστε πλάνητες[1] και δεν προσπαθούμε να είμαστε πλανευτές; Πού έχουμε χάσει τον δρόμο ή τον στόχο και γιατί σε αυτή την επίπεδη ζωή που ζούμε δύσκολα θα απολαύσουμε την ευεργετική επίδραση ενός…..φταρνίσματος;


[1] πλάνης (ο/η) (πλάνητος) (αρχαιοπρ.) αυτός που μετακινείται διαρκώς, που δεν σταθεροποιείται η θέση, η κατάσταση ή η διαμονή του.

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Ιστορίες Εκλογικής Τρέλας (Part 1)

''Η ψήφος κερδίζεται με φλερτ''

    Χτες το βράδυ, καθώς περπατούσα αμέριμνη στο δρόμο επιστρέφοντας από το γραφείο, με σταματάει ένας κυριούλης μπροστά σε ένα φανάρι και μου λέει:
-«Συγνώμη, δεσποινίς;»
Γυρνάω κι εγώ, γιατί λέω 21:30 σε πολυσύχναστο δρόμο μεγάλου Δήμου της Θεσσαλονίκης, μάλλον οδηγίες θα θέλει, για να ακούσω το ιδιοφυές:
-«Εδώ ψηφίζεις;»
-«Εδώ» απαντάω, με ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου περισσότερο έκπληξης παρά ενόχλησης.
-«Ορίστε τότε η κάρτα μου», μου λέει χαμογελώντας, «αν θέλεις με ψηφίζεις, και μετά τις εκλογές μπορούμε να πάμε και για ένα ποτό».

    Δέχτηκα λοιπόν την κάρτα του υποψηφίου, τον ευχαρίστησα, του ευχήθηκα καλή επιτυχία και πέρασα τη διάβαση πριν ανάψει το πράσινο στο φανάρι. Χωρίς ωστόσο να καταφέρω να του πω, μιας και η έκπληξή μου δεν άφησε τα αντανακλαστικά μου να λειτουργήσουν, ότι ήμουν κι εγώ υποψήφια (με τον αντίπαλο όμως συνδυασμό!).

    Όταν έφτασα σπίτι σκεφτόμουν το περιστατικό. Ώστε έτσι είναι το καμάκι εν έτει 2010! Ο ενδιαφερόμενος δεν λέει «κοπελιά, μου χαρίζεις το ονοματάκι σου;» ή «να σε κεράσω ένα ποτό;» αλλά «που ψηφίζεις;» Φαίνεται εν τέλει πως αφού η πολιτική απέτυχε να διαφημίσει εαυτόν με πολιτικοκοινωνικούς όρους, είναι ώρα να  επιστρατευτούν περισσότερο καινοτόμες προσεγγίσεις. Ασπρόμαυρες φωτογραφίσεις με casual ντύσιμο, καλλιτεχνικές παρεμβάσεις στις εικόνες(ε ναι, η τέχνη πάντα θα προσδίδει άλλη αίγλη στον υποψήφιο), ξένες ποπ επιτυχίες αντί για Νταλάρα, Θεοδωράκη και άλλους κλασικούς ως εισαγωγή στις ομιλίες και, φυσικά, αυτό που αποδεικνύεται το σημαντικότερο προσόν∙ το φλερτ. Τέρμα πια τα «οράματα», τα «προγράμματα», τα «βλέμματα στο μέλλον», η ψήφος κερδίζεται με φλερτ. Κι εγώ, μπορεί να αντιμετώπισα με χιούμορ την εικόνα ενός πενηνταπεντάχρονου με κοιλίτσα υποψηφίου, αν όμως στη θέση του ήταν ένας τριανταπεντάχρονος, περισσότερο γοητευτικός και ιδελογικά συγκείμμενος με μένα, ίσως και να κέρδιζε την ψήφο μου.

    Σαν υποψήφια δημοτική σύμβουλος σκέφτομαι ότι μπορεί η εποχή του ‘Γκόρτσος-Μαντάς’ να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, κάτι όμως μου λέει ότι η προσέγγιση της Γεωργίας Βασιλειάδου στο «Η κυρία Δήμαρχος» που, αναφερόμενη στα «όπλα» των γυναικών, έλεγε ότι η πολιτική χρειάζεται φλέρτ και σκέρτσο, είναι ακόμη επίκαιρη. Αν αυτό πράγματι ισχύει, μάλλον κάτι λάθος έκανα μέχρι τώρα με την προεκλογική μου καμπάνια. Ίσως να πρέπει να πετάξω βιβλία, προγράμματα, και όλες τις προτάσεις που μελετάω για τον πολιτισμό ως προεκλογική εκστρατεία και να ρίξω το βάρος στις γόβες, το μακιγιάζ, τις δημόσιες σχέσεις και το νάζι.