Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Αν...





Αν ήμουν ξανθιά, με μακριά μαλλιά λίγο κυματιστά που θα λαμπύριζαν στον ήλιο, σαν πριγκίπισσα…..

Αν είχα καταγάλανα μάτια με λίγο γκρι…γατίσια...

Αν είχα το δικό μου σπίτι με τέλεια έπιπλα σε γήινες αποχρώσεις, ζεστό αλλά και μοντέρνο, με υπέροχη θέα…

Αν είχα υπέροχο σώμα, πρόσωπο χωρίς ίχνος ατέλειας, χείλη σαρκώδη, επιδερμίδα απαλή σαν μωρού…

Αν η κολλητή μου είχε σπίτι στην Ρώμη και με καλούσε συνέχεια…

Αν με έλεγαν Ιοκάστη ή Γκίζελα ή Δανάη…

Αν δε θύμωνα ποτέ και όλοι θαύμαζαν την ηρεμία μου και το πόσο στωικά και αισιόδοξα αντιμετώπιζα τα πάντα…

Αν ντυνόμουν πάντα τέλεια, με την τελευταία λέξη της μόδας, απλά και εκθαμβωτικά…

Αν ήξερα τέλειο τένις, βιολί, ιταλική μαγειρική, γεωγραφία…

Αν είχα ωραία φωνή και όταν τραγουδούσα μαγεύονταν όλοι και μου ζητούσαν κι άλλο κι άλλο…

Αν ήμουν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με τεράστια περιουσία αλλά ευγενή αισθήματα και παντελή έλλειψη ξιπασιάς…

Αν η κρίση για μένα ήταν ευκαιρία να ασχοληθώ με όλα αυτά που χρόνια δε προλάβαινα να κάνω και όχι μια σαρωτική αβεβαιότητα που παγώνει το είναι μου…

Αν είχα διαβάσει τα άπαντα του Ντοστογιέφσκι και μπορούσα να αναλύσω τις προεκτάσεις της ηθικής στο ‘Έγκλημα και Τιμωρία’…

Αν άκουγα κλασική μουσική και ξεχώριζα τις 4 εποχές του Vivaldi

Αν ήξερα τι θέλω απ’τη ζωή μου…

Αν μπορούσα να κάνω σοβαρή πολιτικοοικονομικοκοινωνική συζήτηση και ταυτόχρονα να φαίνομαι ανυπέρβλητα σέξι…

Αν γυρνούσαν όλα τα βλέμματα των αντρών πάνω μου όταν έμπαινα σε ένα μαγαζί…

Αν είχα γράψει μια ποιητική συλλογή που θα γινόταν τρελή επιτυχία και στις παρουσιάσεις όταν τελείωνα την ανάγνωση και με χειροκροτούσαν όλοι, εγώ θα απαντούσα με ένα συνεσταλμένο μειδίαμα και θα κοκκίνιζα από ντροπή…

Αν ήμουν πάντα η ψυχή της παρέας…απρόσιτη αλλά και προσιτή, αψεγάδιαστη πάντα, με ένα υπέροχο μακρύ φόρεμα να τονίζει τους ώμους και ένα κρεμαστό με μια πριγκίπισσα πάνω, τέλεια κι αυτή όπως κι εγώ, όλοι να κρέμονται απ’τα χείλη μου, όλοι με κοιτούν, χιλιάδες μάτια με καρφώνουν, το κρεμαστό ανεβαίνει στο λαιμό μου και με σφίγγει, με σφίγγει, δεν αντέχω άλλο, δε μπορώ, πνίγομαι….

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

το ΤΕΡΑΣ της ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ!


    Εγώ παίδες θα το πω: ΔΕΝ είμαι επαναστάτρια! Για την ακρίβεια, είμαι μια κότα που οργανώνω -και περιορίζω- τις επαναστάσεις μου στον καναπέ. Πιστεύω ως εκ τούτου στην ενδέκατη εντολή ‘ου χαλάσεις την ψυχική σου ηρεμία για την γραφειοκρατία’.
    Όλα αυτά όμως μέχρι την προηγούμενη βδομάδα που έπρεπε να πάω στη γραμματεία της σχολής και να πάρω την βεβαίωση του μεταπτυχιακού. Καλά καταλάβατε παίδες, μια απλή βεβαίωση που να δείχνει ότι έχω μαστεροποιηθεί και την οποία ήθελα για να κάνω μια ρημαδοαίτηση για μια δουλειά(καθότι μέλος του γκρουπ «Ανεργόπουλοι Ενωμένοι Ατερμόνως Ηττημένοι»). Σημείωση πρώτη: Πού πας ρε καραμήτρο να συναλλαγείς με το δημόσιο με ανάδρομο Ερμή; Δηλαδή, αυτό είναι κάτι που γενικά δύσκολα τολμάς, αλλά όταν είναι ο Ερμής ανάδρομος, δεν το σκέφτεσαι καν! Απτόητη εγώ η αδαής από τους οιωνούς ξεκινάω και μπαίνω  στο site του Αριστοτελείου να δω τι χαρτιά πρέπει να ετοιμάσω. «Η σελίδα βρίσκεται υπό ανακατασκευή», μπαμ μπροστά μου. Δεν πτοούμαι όμως διόλου παίδες. Λέω, «ε, οκ, μωρέ, θα πάω αύριο απ’τη σχολή». Πρωί πρωί με την αυγούλα και με βροχή και 5 μποφώρ, πάω ως τη σχολή(η οποία βρίσκεται στον τρίτο όροφο και αυτό να σημειωθεί διότι είναι πολλά τα σκαλιά Άρη). «Ναι, ναι, είναι off η σελίδα εδώ και ένα μήνα», μου απαντάει η γραμματέας με ύφος ‘αχ πόσο πλήττω που ξεφύτρωσες εσύ μπροστά μου και πρέπει να δουλέψω αντί να λιώσω στο facebook’, «πάρε εδώ αυτή την αίτηση, συμπλήρωσέ τη, πάρε και το χαρτί με όσα δικαιολογητικά χρειάζεσαι, μάζεψέ τα και πήγαινέ τα στην Κεντρική Βιβλιοθήκη. Αύριο όμως γιατί μπορείς μόνο 12-1 το μεσημέρι.» Πήρα το χαρτί, πήρα και το βλέμμα απορίας μου γιατί μόνο 12-1, δηλαδή τι σκατά κάνουν τις υπόλοιπες ώρες και δε μπορούσαν να δεχτούν μια βρωμοαίτηση, και έφυγα.
    Την επόμενη μέρα, αφού εκτύπωσα πρώτα δύο(!) αντίτυπα της εργασίας μου(35ευρώ) για την βιβλιοθήκη της σχολής μου, και έφτιαξα και ένα CD rom με την εργασία σε μορφή pdf και δύο παραγράφους μία στα ελληνικά και μία στα αγγλικά στις οποίες περιέγραφα το θέμα της εργασίας για την κεντρική βιβλιοθήκη(όλα αυτά ήταν τα δικαιολογητικά), ξαναπήρα το δρόμο για τη σχολή. Πρώτη στάση: η γραμματεία της σχολής στην οποία έπρεπε να αφήσω τα έντυπα αντίτυπα της πτυχιακής. Σημείωση δεύτερη: Ουέ κι αλίμονο αν μπλέξεις με γραμματείς. Έχω πια πειστεί ότι τους διαλέγουν με μοναδικό κριτήριο το βαθμό ηλιθιότητάς τους. Όσο πιο γκάου τόσο πιο καλά. «Α, τελικά δεν χρειαζόμαστε τις εργασίες σε έντυπη μορφή», με πληροφόρησε η εκεί γραμματέας. «Τα θέλουμε κι εμείς σε μορφή pdf, φτιάξτε δύο cd και μου τα φέρνετε. Μη στενοχωριέστε για τα αντίτυπα, κάπου θα βρεθεί να τα δώσετε». «Μα, στην αίτηση που αναφέρονται τα δικαιολογητικά, δε λέει για ψηφιακή μορφή», επέμεινα εγώ. «Ε ναι, εκεί δεν το έχουμε γράψει ακόμη, αλλά σε ψηφιακή μορφή τα θέλουμε». «Όχι», είπα μέσα μου, «δε θα εκνευριστείς, ούτε με τους άχρηστους γραμματείς, ούτε με το τέρας της γραφειοκρατίας. Υπομονή», και άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες γιατί αν ξεκινούσα έτσι, παίδες, τη διανομή αιτήσεων, φανταζόμουν τι με περιμένει αργότερα. Επόμενη στάση: Κεντρική Βιβλιοθήκη. Δίνω την αίτηση, μου την επιστρέφει αμέσως. «Τι έχει;» ρωτάω. «Τι ΔΕΝ έχει να λες. Σφραγίδα από τη γραμματεία σου βλέπεις; Άμα δε βλέπεις, πάρτη πίσω και πήγαινε να σου βάλουν». «Μα, χτες μου την έδωσε την αίτηση και μου είπε να τη συμπληρώσω και να τη φέρω σε σας. Δε μου είπε τίποτα για σφραγίδα». «Δε ξέρω τι σου είπε και τι δε σου είπε, χωρίς σφραγίδα εγώ δε τη δέχομαι.» «Φέρε και το cd rom εδώ να το ελέγξω κι αυτό». Με φόβο και τρεμάμενο χέρι έδωσα, παίδες, το cd. «Ωχ, πάρτο κι αυτό πίσω και φέρε άλλο», είπε η «Φράου» γραμματέας. «Τι έχει;», τόλμησα αθώα εγώ. «Ε, βρε κοπελιά»(κοπελιά;;; ε τώρα θα αρχίσω να φορτώνω), «έχεις ξεχωρίσει τις δύο περιλήψεις, αγγλική και ελληνική με παραγράφους. Εγώ θέλω το κείμενο χωρίς παραγράφους» «Μα, σιγά το πράγμα», τόλμησα να φέρω αντίρρηση στη «Φράου» εγώ. «Κοίτα να δεις, εδώ υπάρχει μια διαδικασία. Και είναι ίδια για όλους. Δε μπορούμε να αλλάζουμε τη διαδικασία. Γι’αυτό, πάρτο πίσω και φέρε μου αύριο το διορθωμένο». Σημείωση τρίτη: Αν δεν ήμουν μια επαναστάτρια-κότα του καναπέως τώρα θα τα είχα κάνει λίμπα αλλά….έλα που είμαι κότα και ειρηνικός τύπος. Πάλι πίσω λοιπόν. Πριν φύγω όμως πέρασα ξανά από τη γραμματεία της σχολής(στον τρίτο όροφο ε, μην ξεχνιόμαστε) να πάρω τη σφραγίδα και να βρίσω λίγο και τη βλαμμένη(sic) παίδες, αλλά όταν έφτασα ούτε αυτό το κουράγιο δεν είχα.
    Τέταρτη μέρα λοιπόν. Ξανά εγώ στη γραμματεία. Σφραγίδα: Είχα! Cd Rom με pdf και περιλήψεις ΧΩΡΙΣ παράγραφο: Είχα! Βουρ λοιπόν πρωί πρωί για τη Κεντρική Βιβλιοθήκη. Ευτυχώς σε δέκα λεπτά(και μετά από τρεις μέρες) είχα πάρει την πολυπόθητη βεβαίωση που έλεγε ότι έχω παραδώσει μεταπτυχιακή εργασία και άρα έχω τελειώσει με το (κωλο)μάστερ. Τώρα έμενε να πάω τη βεβαίωση στη γραμματεία για να με γράψουν στα πρακτικά.«Μπορώ να έχω και ένα χαρτί που να πιστοποιεί ότι έχω τελειώσει με το μεταπτυχιακό;» ρώτησα(γιατί ουσιαστικά αυτό χρειαζόμουν για την αίτηση για εκείνη τη δουλειά βλ. πρώτη παράγραφος τέσσερις μέρες πριν). Τι το’θελα παίδες; Η απάντηση που ήρθε με αποστόμωσε.«Φυσικά, αφού πρώτα κατεβείτε στην τράπεζα στο ισόγειο του κτιρίου και πληρώσετε ένα παράβολο ύψους δεκατριών ευρώ με αιτιολογία «αντίγραφο μεταπτυχιακού», θα μου φέρετε την απόδειξη και θα σας δώσω εγώ μια φωτοτυπία(!) του αντιγράφου. Αλλά αύριο γιατί σε δέκα λεπτά η γραμματεία παύει να εξυπηρετεί φοιτητές(!!!)»
    Ε, δεν άντεχα άλλο. Ένιωθα χειρότερα κι από την κωμωδία του Ψαθά
«ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βγάζει το πορτοφολάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει το πορτοφολάκι βγάζει….δε ξέρω κι εγώ τι σκατά από μέσα γιατί αν είναι δικό μου το πορτοφολάκι είναι άδειο!!!» Τι να έκανα όμως. Φούντωσα-ξεφούντωσα, την άλλη μέρα το πρωί πήγα και στήθηκα στο γκισέ του τραπεζικού καταστήματος στο ισόγειο του κτιρίου της γραμματείας, πλήρωσα το παράβολο και πήγα την απόδειξη στη σχολή. Πήρα και το τελευταίο (κωλό)χαρτο και μην τον είδατε τον Παναή(sic).
    Όπως καταλάβατε, αυτό που οπουδήποτε αλλού γίνεται σε πέντε λεπτά, εδώ γίνεται σε πέντε μέρες. Άι σιχτίρ λοιπόν, σκατοπανεπιστήμιο, καθόλου δε μου λείπεις. Και αν είναι να με ταλαιπωρείς τόσο, και επαναστάτρια θα γίνω και τις φιλειρηνικές μου τάσεις θα απαρνηθώ και θα πάρω φόρα και……Γι’αυτό σας λέω παίδες, μακριά απ’το ΤΕΡΑΣ της γραφειοκρατίας! Όλα τα τέρατα έχουν αχίλλειο πτέρνα. Όλα, εκτός από αυτό. Αυτό είναι ικανό να μας ξεπαστρέψει όλους!

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

‘‘ΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΕΧΝΗ;’’


    Οι εικόνες σε αυτό το κείμενο δείχνουν κονσέρβες με σούπα της αμερικάνικης εταιρείας ‘Campbell’. Δεν πρόκειται όμως για διαφήμιση, ούτε καν για γραφιστικό έντυπο, αλλά για....τέχνη!!!Τέχνη που όταν πρωτοπαρουσιάστηκε παραξένεψε, χλευάστηκε, εντυπωσίασε, και σήμερα θεωρείται αρκετά σημαντική για να κοστίζει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια...
    Η ευφυέστατη σύλληψη, και ένα από τα σημαντικότερα σχόλια για το πόσο αδιάλειπτα παίρνουμε πληροφορίες για τον κόσμο μέσα από την τηλεόραση, τη διαφήμιση, τη φωτογραφία, τον Τύπο, ανήκει στον Andy Warhol. Γεννημένος το 1928, ο Warhol γαλουχήθηκε εικαστικά τη δεκαετία του ’50, σε μια εποχή όπου σχεδόν τα πάντα στην τέχνη είχαν λεχθεί, μιας και το τέλος του Πολέμου δεν έφερε μόνο την μετατόπιση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος από την Ευρώπη στην Αμερική, αλλά και την εμφάνιση ενός νέου τρόπου ζωής γεμάτου χρήμα, καταναλωτικά αγαθά και διαφήμιση. Με την τελευταία θα ασχοληθεί και ο νεαρός τότε Warhol που είχε ήδη γίνει γνωστός για την γραφιστική δουλειά του σε διάφορα-λάιφ στάιλ κυρίως-περιοδικά.
    Η περίοδος όμως που ακολουθεί(δεκαετία του '60) είναι μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδος. Γίνονται συζητήσεις για το πώς ζούμε, τί θεωρούμε κανονικότητα, κατά πόσο έχουν εισβάλει στην ζωή μας και στο υποσυνείδητό μας τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι που ο Warhol φτιάχνει μια εικόνα που απεικονίζει ένα κουτί τοματόσουπας Campbell. Για την ακρίβεια, όχι μόνο δημιουργεί μια εικόνα που ήδη προϋπήρχε(οι διαφημιστικές αφίσες της εταιρείας Campbell για την εν λόγω σούπα ήταν σχεδόν πανομοιότυπες), αλλά, από τη στιγμή που δεν πρόκειται για ζωγραφικό έργο αλλά για μεταξοτυπία(μια τεχνική εκτύπωσης που χρησιμοποιείται στην γραφιστική για πολλαπλή αναπαραγωγή) ....δεν την δημιουργεί καν!
    Ο ίδιος φυσικά διατρανώνει ότι εσκεμμένα χρησιμοποιεί αυτή την σχεδόν μηχανική διαδικασία, το μη ζωγραφικό στυλ και το βιομηχανικό αντικείμενο, για να κάνει το δικό του σχόλιο στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της τέχνης μέσα από τη αντιμετώπιση του έργου τέχνης ως καθημερινού αντικειμένου. Γιατί όμως τη σούπα Campbell; Ο Warhol είχε πει ότι έτρωγε αυτές τις σούπες για μεσημεριανό για είκοσι σχεδόν χρόνια! Επομένως λογικό να είναι μια εικόνα που του ήρθε ακαριαία στο μυαλό. Και πάλι όμως, είναι ένα τόσο εύπεπτο έργο, όσο ένας πίνακας που απεικονίζει μία ή εκατό κονσέρβες, στ’αλήθεια Τέχνη; Μάλλον ναι. Γιατί η τέχνη τρέφεται απ’τη ζωή. Και η ζωή την εποχή της Pop Art και του πιο σημαντικού της εκπροσώπου, δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την κατανάλωση και την υποκουλτούρα.    Αυτό ακριβώς ήθελαν να καταδείξουν οι καλλιτέχνες της Pop ArtŸ το American Way of Life. Ο ένας μιμείται τον άλλο...όλοι ζουν ή θέλουν να ζουν με τον ίδιο τρόπο. Χρησιμοποιώντας μια τόσο οικεία εικόνα ο Warhol επιδιώκει μια συγκινησιακή επίθεση σε ευρέως αποδεκτά, ασήμαντα πράγματα της καθημερινότητάς μας, όπως τα βλέπουμε και τα καταλαβαίνουμε μέσα από τον κινηματογράφο, τα περιοδικά, τη μόδα, τη διαφήμιση. Σε αυτό το πλαίσιο οι σούπες Campbell παραμένουν σούπες Campbell. Δεν μεταγλωττίζονται σε διαφορετικό υλικό. Η τέχνη για τον Warhol μπορεί να είναι τόσο βαρετή ή ενδιαφέρουσα όσο και η καθημερινή ζωή.
   
     Σε αυτή την εποχή, που κυριαρχεί το κουτί και η βιτρίνα αντί για το περιεχόμενο, η μόνη τέχνη που μοιάζει να έχει να πει κάτι είναι η  Pop Art, αυτή η λαϊκή κουλτούρα, ένα απότοκο της βιομηχανικής επανάστασης, με αναφορές σε μια κοινωνία που δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει αντικείμενα που να καλύπτουν πραγματικές ανάγκες της ζωής αλλά να δημιουργήσει ανάγκες για πράγματα που επιδιώκει να μας επιβάλει. Η ζωή έχει αποκοιμηθεί από τις τόσες εικόνες και την τόση πληροφόρηση που η υψηλή τέχνη δεν υπάρχει πουθενά.
   Αν και για πολλούς αιρετικό ή ευτελές, το έργο του Warhol μας κάνει να ξαναπροσέξουμε αντικείμενα που έχασαν την οπτική τους ταυτότητα με το να είναι διαρκώς εκτεθειμένα. Ξαναβλέπουμε με νέο μάτι πράγματα οικεία σε μας, ξεριζωμένα από τα γνωστά τους συμφραζόμενα. Εικόνες από τη ζωή γίνονται εικόνες της τέχνης, ενώ με την επίπεδη επανάληψή τους, τα πραγματικά αντικείμενα χάνονται μες στην αναπαραγωγή τους. Μόνο όμως επειδή ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει επιλέξει να τα αποσύρει από το φυσικό τους περιβάλλον(δηλαδή τα ράφια του σούπερ μάρκετ) και να τα τοποθετήσει σε ένα καινούριο(ένα τοίχο σε μια γκαλερί). Το κουτί σούπας γίνεται τέχνη γιατί ο καλλιτέχνης επιλέγει να το χαρακτηρίσει έτσι.
    Ακόμη κι αν ο ίδιος ο Warhol δεν έχει διστάσει να δηλώσει σε συνεντεύξεις του ότι: «καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγει πράγματα τα οποία κανείς δεν χρειάζεται, όμως αυτός πιστεύει ότι για κάποιο λόγο θα ήταν καλή ιδέα να τους τα δώσει», ακόμη κι αν ο αρχικός στόχος ήταν να εξισωθεί το προϊόν τέχνης με το καταναλωτικό αγαθό(παρ’όλ’αυτά ήταν το καταναλωτικό αγαθό που ανήλθε σε προϊόν τέχνης), ακόμη κι αν κανείς δεν θα καταλάβει γιατί τα κουτιά Campbell κοσμούν τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου(και μερικές από τις σημαντικότερες ιδιωτικές συλλογές) είναι γεγονός ότι, ενώ τα απλά κουτιά σούπας Campbell κοστίζουν μερικά δολάρια, τα Campbells soup του Warhol κοστίζουν μερικές χιλιάδες δολάρια. Σκεφτείτε το λίγο την επόμενη φορά που θα επισκεφτείτε ένα σούπερ μάρκετ…

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Ω Γλυκιά μου Άνοιξη….




    Ναι, ξέρω πολύ καλά τι συμβαίνει…οικονομική κρίση, μνημόνια, δανεισμοί, απολύσεις, οι νέοι σε τέλμα, όλοι οι θεσμοί καταρρέουν, αναρχία, ασυδοσία, απελπισία. Σαν κερασάκι στην τούρτα, η Λιβύη και τις τελευταίες μέρες ο σεισμός στην Ιαπωνία με όλα τα προβλήματα στα πυρηνικά εργοστάσια.  
    Ξέρω όμως και ότι συμβαίνει κάτι ακόμη…άνοιξη. Ναι αυτή η εποχή που σα να ξαναγεννιόμαστε λίγο, βγαίνουμε από την εσωστρέφεια του xειμώνα, επαναπροσδιοριζόμαστε και ανανεωνόμαστε. Η εποχή που ο μελισσούλος ψάχνει τη μελισσούλα του, ο χελωνίτσος τη χελωνίτσα του κ.λ.π. τα πουλάκια κελαϊδούν και ο ήλιος λάμπει!!!
    Και αυτό το τελευταίο αρκεί. Δηλαδή βλέπουμε πόσο δύσκολα είναι όλα τα πράγματα, ας απολαύσουμε λίγο τα καλά. Έστω τον ήλιο! Το γεγονός ότι τον βλέπουμε και τον απολαμβάνουμε ακόμη δηλαδή! Δεν είναι και λίγο αν σκεφτείτε πόσα γίνονται στον κόσμο. Είναι βρε παιδί μου κάτι άνθρωποι με τεράστια προβλήματα που σπάνια θα παραπονεθούν και είναι και κάτι άλλοι που με την πρώτη δυσκολία γκρινιάζουν ασταμάτητα για τα πάντα! Για την κίνηση στους δρόμους, για τα έξοδα, για τις γυναίκες που είναι ότι να’ναι, για τους άντρες που είναι ότι να’ναι, για την βενζίνη, για..για…για…. Ε, θάνατος στους μιζεράμπιλε!
    Τα ‘χω πάρει με όλους αυτούς τους αθεράπευτα μίζερους ανθρώπους που δε μπορούν να βρουν τίποτα καλό πουθενά. Τους χαμογελάς και σε κοιτάνε σαν να είσαι εξωγήινος! «Καλημέρα» τους λες, «που την είδες» σου απαντάνε. «Τι κάνεις;» τους ρωτάς, «χάλια μαύρα» σου απαντάνε. Είπαμε είναι όλα χάλια, αλλά τουλάχιστον είσαι υγιής, δημιουργικός και σε διανοητική διαύγεια! Αν δε το εκτιμάς ούτε αυτό, ε, κάτσε στο μαύρο σου το έρεβος και μη μας ζαλίζεις και πολύ! Εμείς θα είμαστε άνεργοι, φτωχοί, άσχημοι, μόνοι, άτυχοι και έτσι για σπάσιμο θα περνάμε υπέροχα και θα γουστάρουμε με τον ήλιο!

 

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

 

 για όσους αγαπούν τα βιβλία...
  "Φτιάξτα μ' ένα κορίτσι που διαβάζει. Αγάπησε ένα κορίτσι που ξοδεύει τα λεφτά του σε βιβλία αντί σε ρούχα. Που έχει πρόβλημα χώρου στη ντουλάπα της επειδή έχει πολλά βιβλία. Φτιάξτα με ένα κορίτσι που έχει λίστες με βιβλία που θέλει να διαβάσει, που έχει κάρτα δανειστικής βιβλιοθήκης από όταν ήταν 12 χρονών.

    Βρες ένα κορίτσι που διαβάζει. Θα το καταλάβεις από το ότι πάντα θα έχει ένα αδιάβαστο βιβλίο στην τσάντα της. Είναι αυτή που κοιτάζει γλυκά ανάμεσα στα ράφια του βιβλιοπωλείου, αυτή που ξεφωνίζει χαμηλόφωνα όταν βρει το βιβλίο που έψαχνε. Βλέπεις την παράξενη κοπέλα που μυρίζει τις σελίδες ενός παλιού βιβλίου σ' ένα βιβλιοπωλείο "από δεύτερο χέρι"; Αυτή είναι που διαβάζει. Δεν μπορεί ποτέ να αντισταθεί στη μυρωδιά των σελίδων, ιδίως όταν είναι κιτρινισμένες.

    Είναι το κορίτσι που διαβάζει ενώ κάθεται περιμένοντας στο γωνιακό καφέ. Αν ρίξεις μια ματιά στην κούπα της, το γάλα ξεχειλίζει, γιατί είναι ήδη πολύ απορροφημένη. Χαμένη στον κόσμο που φτιαχνει ο συγγραφέας.

    Κάθησε δίπλα της. Μπορεί να σου ρίξει ένα βλέμμα, σαν όλα τα κορίτσια που δεν τους αρέσει να τα διακόπτουν. Ρώτα την αν της αρέσει το βιβλίο.

    Κέρασέ την ακόμη μια κούπα καφέ.

    Πες της τη γνώμη σου για τον Μουρακάμι. Μάθε αν διάβασε το πρώτο κεφάλαιο από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Να ξέρεις ότι αν πει ότι κατάλαβε τον Οδυσσέα του Τζόυς, θα είναι απλά για να σου φανεί έξυπνη. Ρώτα την αν της άρεσε η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, ή αν θα ήθελα να είναι η Αλίκη.

    Είναι εύκολο να βγαίνεις μ' ένα κορίτσι που διαβάζει. Χάριζέ της βιβλία για τα γενέθλιά της, για τα χριστούγεννα και για τις επετείους σας. Χάριζέ της το δώρο των λέξεων, στην ποίηση, στα τραγούδια. Χάρισέ της Νερούδα, Πάουντ, Σέξτον, Κάμινγκς. Δώσε της να καταλάβει ότι ξέρεις πως οι λέξεις είναι αγάπη. Να ξέρεις ότι κι αυτή ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία και στην πραγματικότητα, αλλά -για όνομα του θεού-, θα προσπαθήσει να κάνει τη ζωή της λιγάκι σαν το αγαπημένο της βιβλίο. Δεν θα είναι δικό σου το φταίξιμο αν το κάνει.

    Πρέπει να κάνει μια προσπάθεια, κατά κάποιο τρόπο.

    Πες της ψέματα. Αν ξέρει από συντακτικό, θα καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να πεις ψέματα. Πίσω από τις λέξεις έχει άλλα πράγματα: κίνητρα, αξίες, αποχρώσεις, διαλόγους. Δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου.

    Χώρισε μαζί της. Γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει, ξέρει ότι η αποτυχία πάντα οδηγεί στην κλιμάκωση. Καταλαβαίνει ότι όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Ότι σε κάθε περίπτωση, μπορεί πάντα, μετά να υπάρχει μια συνέχεια. Ότι μπορείς να αρχίσεις ξανά και ξανά, και να παραμείνεις ο ήρωας. Ότι η ζωή είναι πιθανό να έχει ένα παλιάνθρωπο, ή μπορεί και δύο.

    Γιατί να φοβάσαι όλα όσα δεν είσαι; Τα κορίτσια που διαβάζουν, καταλαβαίνουν ότι οι άνθρωποι, σαν τους χαρακτήρες, αναπτύσονται. Εκτός από αυτούς στις σειρές Twilight.

    Αν βρεις ένα κορίτσι που διαβάζει, κράτα το από κοντά. Όταν τη βρεις ξύπνια στις δύο τη νύχτα, να σφίγγει ένα βιβλίο στο στήθος της και να κλαψουρίζει, φτιάξε της ένα φλυτζάνι τσάι και κράτα την στην αγκαλιά σου. Μπορεί να την χάσεις για καμιά δυό ώρες, αλλά πάντα θα έρχεται πίσω σε σένα. Θα μιλάει για τους χαρακτήρες του βιβλίου σαν να είναι αληθινοί, και η αλήθεια είναι ότι για λίγο, πάντα είναι.

    Θα της κάνεις πρόταση μέσα σ' ένα αερόστατο, ή σε μια ροκ συναυλία. Ή, πολύ απλά, την επόμενη φορά που θα είναι άρρωστη, από το τηλέφωνο.

    Θα χαμογελάς τόσο δυνατά που θα απορείς γιατί η καρδιά σου δεν έχει σπάσει και γεμίσει με αίματα όλο τον κόσμο, ακόμη. Θα γράψεις την ιστορία της ζωής σας, θα κάνετε παιδιά με περίεργα ονόματα και ακόμη πιο περίεργες συνήθειες. Θα συστήνει τα παιδιά σας στον Παπουτσωμένο Γάτο και στον Ασλαν, κι όλα αυτά μέσα στην ίδια μέρα. Θα περπατάτε στα γεράματα, τους χειμώνες, μαζί και θα απαγγέλει Κητς με κομένη την ανάσα, ενώ εσύ θα τινάζεις το χιόνι από τις μπότες της.

    Φτιάξτα μ' ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί σου αξίζει. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει την πιο χρωματιστή ζωή που μπορείς να φανταστείς. Αν το μόνο που μπορείς να της δώσεις είναι μονοτονία, μπαγιάτικες ώρες και μισοψημένες προτάσεις, τότε καλύτερα μείνε μόνος. Αν θέλεις τον κόσμο, και τους κόσμους πέρα απ' αυτόν, τότε βρες ένα κορίτσι που διαβάζει.

    Ή, ακόμα καλύτερα, βρες ένα κορίτσι που γράφει."

Το κείμενο δεν είναι δικό μου! Είναι μια μετάφραση του κειμένου
Date a girl who reads της
Rosemary Urquico  http://www.goodreads.com/quotes/show/346656

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

memoire, memoria, memorabilia

(ή αλλιώς: η μνήμη, η λήθη και το κακό συναπάντημα)


    Συζητούσα σήμερα με ένα φίλο που μου έλεγε για τα νέα έπιπλα που πήρε για το σπίτι του. Αφού αναλύσαμε το θέμα του καναπέ, της full extra high definition, flat screen (δε-θυμάμαι-και-ούτε-πολυκατάλαβα-πόσων-ιντσών) τηλεόρασης και διαφόρων άλλων αντικειμένων, του είπα πως εγώ το πρώτο πράγμα που ονειρεύομαι για το σπίτι μου είναι μια τεράστια, υπέροχη, ξύλινη βιβλιοθήκη! «Την έχω στο μυαλό μου ως το μέρος που θα μπορέσω να απλώσω και να απολαύσω επιτέλους όλες μου τις αναμνήσεις, ή τουλάχιστον, όσες από αυτές είναι συνδεδεμένες με βιβλία», του είπα. «Βαρέθηκα τόσα χρόνια να έχω πράγματα στοιβαγμένα σε κούτες που απλώς μεταφέρω από δω και από κει σε μετακομίσεις.» «Εγώ το έχω κάνει ήδη», απάντησε. «Έχω ένα χώρο στην σοφίτα όπου έχω 4(!) βιβλιοθήκες και έχω βάλει ότι βιβλίο είχα και δεν είχα μέχρι και εκείνα του γυμνασίου και λυκείου.»
   Η εικόνα και των δικών μου βιβλίων, όλων, από το γυμνάσιο ακόμη, μαζί με τα τετράδια και τις σημειώσεις τους, επιτέλους σε μια τεράστια βιβλιοθήκη(ε όχι 4(!) δε θα κατάφερνα να γεμίσω) σε περίοπτη θέση στο χώρο μου, με καταδίωκε ως το απόγευμα. Αναρωτιόμουν όμως: όλα εκείνα τα βιβλία που χρόνο με το χρόνο στοίβαζα σε κούτες  που δεν είχα ανοίξει ποτέ ξανά έκτοτε, μου χρησίμευαν πραγματικά; Σαν αναμνήσεις έστω. Γιατί, άντε την ανάμνηση από το ‘Εκκρεμές του Φουκώ’ του Eco που με είχε συγκλονίσει(το είχα πάρει κρυφά από τη βιβλιοθήκη του σχολείου στη Β΄ γυμνασίου και έκανα ένα μήνα να το διαβάσω, χωρίς εντέλει να καταλάβω και πολλά από το σημειολογικό του περιεχόμενο), να την δεχτώ. Αλλά το λεξικό λατινικών τι ανάμνηση μου πρόσφερε, που δεν είχα καταδεχτεί να το ανοίξω ούτε ως μαθήτρια; Αυτά σκεφτόμουν και τότε μου καρφώθηκε η ιδέα ότι ίσως όταν άνοιγα τις κούτες και τακτοποιούσα όλα εκείνα τα βιβλία, δεν θα έκανα τίποτα παραπάνω με αυτά εκτός από το να τα….ξεσκονίζω!
    Θυμάμαι ένα καθηγητή μου στο μεταπτυχιακό που μου έλεγε ότι καλά και χρυσά όλα τα βιβλία αλλά το θέμα είναι να «ζεις», νουθεσία που ενίσχυε με το παράδειγμα μιας γνωστής κυρίας της αριστοκρατίας της πόλης που είχε εθιστεί όχι μόνο στο να διαβάζει οποιοδήποτε έντυπο αλλά και στο να το συλλέγει κιόλας! Πήγαινε κάθε βδομάδα στον περιπτερά της και έπαιρνε μια στοίβα περιοδικά με όλες τις νέες κυκλοφορίες και όλες τις εφημερίδες. Σαν αποτέλεσμα αν έμπαινες στο σπίτι της δεν υπήρχε Βαράγκη για Βαράγκη έπιπλο που να μην το είχαν καλύψει βιβλία η περιοδικά! Όπως μου εξηγούσε ο καθηγητής μου έπασχε από μια αδιόρατη φοβία μήπως και της διέφευγε κάποια σημαντική πληροφορία ή ακόμη χειρότερα ότι μαζί με τα ίδια τα βιβλία θα εξαφανίζονταν και όλες οι γνώσεις/πληροφορίες της.
    Εγώ βέβαια δεν ανησυχούσα για τις γνώσεις μου αλλά για τις αναμνήσεις μου. Λογικό αφού ούτε γεωγραφία, ούτε λατινικά, ούτε χημεία, ούτε βιολογία με έμαθαν τα βιβλία που είχα τώρα σε κούτες, παρ’όλ’αυτά τα ένιωθα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της εφηβείας μου. Άκρη πάντως δεν έβγαζα. Αποφάσισα ως εκ τούτου, προσπαθώντας να γλιτώσω την παρόρμηση να ανέβω στο πατάρι και να ανοίξω μία έστω κούτα απλώς για να καθησυχάσω τον ονειροπόλο εαυτό μου, τον πεπεισμένο ότι τα βιβλία μου διατηρούσαν ακόμη κάτι από την εποχή εκείνη, και να διαψεύσω τη λογική μου που έλεγε ότι η μυρωδιά της ανάμνησης είχε χαθεί και αντικατασταθεί από εκείνη της υγρασίας και της κλεισούρας, να δω καμιά ταινία. Πώς έγινε και από όλες τις ταινίες που είχα στη διάθεσή μου, εντελώς τυχαία επέλεξα το ‘inception’, δε ξέρω. Μια ταινία που πραγματεύεται το θέμα της μνήμης, της ανάμνησης, της σκέψης. Αφορμόμενη από την ταινία και με όλες τις σκέψεις για την «βιβλιοθήκη», αντί να χαλαρώσω έφτασα να αναρωτιέμαι κατά πόσο εκτός από τα αντικείμενα που συνδέουμε με τις αναμνήσεις μας είναι πολύτιμες και οι ίδιες οι αναμνήσεις μας.
   Ξαφνικά ένιωσα λίγο υπερτιμημένη την αποθέωσή τους και όλες τις φρούδες προσπάθειές μας να τις κρατήσουμε ανέπαφες. Σκεφτόμουν πως αν γινόταν να αφήναμε λίγο πιο «ελεύθερο» το υποσυνείδητό μας να ήταν όλα λίγο πιο απλά, ή έστω, να απομυθοποιούνταν λίγο. Ή ακόμη καλύτερα να γινόταν όπως στο ‘inception’∙ να μπορούσε να μπει η «ήρεμη» πλευρά του εαυτού μας στο μυαλό μας και να κατευνάσει εκείνες τις αναμνήσεις που κρύβουν όλα τα άγχη, τις φοβίες, τις ανασφάλειες, τη θλίψη, τις τύψεις.
    «Όποιος δε θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει», είχε πει ένας φιλόσοφος. Μπρρρρρρ!!Ανατριχιαστικό! Ε καλά βέβαια δεν είπα να διαγράψουμε το παρελθόν μας, μόνο μερικά αντικείμενα που νομίζουμε ότι μας κρατάνε δεμένους μαζί του(το λεξικό λατινικών κατάλαβα ότι δε θα τη γλίτωνε). Ωραία να αναπολούμε το παρελθόν μήπως όμως καλύτερα να «ζήσουμε», να «περπατήσουμε» στο δρόμο μας κι ας είναι γεμάτος λάσπες(ή ακόμη και σκατά) και…αντί να κοιτάμε τι κιγκλιδώματα έχουμε βάλει γύρω μας για να προστατευτούμε(βλ. βιβλιοθήκες)να κοιτάμε μπροστά;

υ.γ. το λεξικό λατινικών το πέταξα.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

"ίντριγκες and the city"

(εναλλακτικός τίτλος: «άνοιξέ του του τρελού…»)
    Υπάρχουν κάτι μέρες στη Θεσσαλονίκη που θέλω να αυτοκτονήσω στον Θερμαϊκό! Σκέφτομαι ότι θα βουτήξω, θα πεθάνω ακαριαία(γιατί θα αποσυντεθώ από τη βρώμα πριν προλάβω να πνιγώ επίπονα και βασανιστικά), και όταν διαβάσουν το σημείωμα που θα έχω αφήσει(σε ένα αδιάβροχο φακελάκι στην τσέπη μου) το οποίο θα εξηγεί ότι το έκανα για λόγους απόλυτης πλήξης σε αυτή την πόλη, που είναι κάποιες φορές «unpalevable», όλοι θα καταλάβουν και θα κουνήσουν το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης. Μη σου πω ότι θα ζηλέψουν κιόλας.
    Έτσι είναι αυτή η πόλη, η τόσο «ερωτική» που έχει μια «μαγεία», κάτι το ελκυστικό στον αέρα της! Μπουρδολογίες που ζέχνουν 90’s!!  Σήμερα η Σαλονικάρα είναι μια πόλη με σαράντα τοις εκατό ανεργία, πλημμυρισμένη από zaraberskamangoh&mpullandbearoysho, με δρόμους τραγικούς(που γίνονται ακόμη πιο τραγικοί από το σκατομετρό που δε θα γίνει ποτέ), με μαγαζιά χωρίς χαρακτήρα και γεμάτη με κάτι θεσσαλονικείς…..
    Αχ αυτοί οι Θεσσαλονικείς! Τρελοί όλοι τους, μαζί κι εγώ! Η φίλη μου η Μαρία χώρισε γιατί ο φίλος της που μένει στην Αθήνα, αποφάσισε να χωρίσουν. Πότε το αποφάσισε; Μια Τετάρτη, μόλις η Μαρία γύρισε από Αθήνα που πήγε να τον δει για τριήμερο. Πήγε, την Τρίτη ήρθε μες στην τρελή χαρά  και μου έλεγε τι υπέροχα περνούσαν και την Τετάρτη ήρθε μες στην τρελή κατάθλιψη να μου πει ότι της είπε ότι νιώθει πολύ πιεσμένος και δε ξέρει τι θέλει! Απορία αναγνώστη: γιατί δεν της το είπε όσο ήταν εκεί; Ε μα, τι ερωτήσεις είναι αυτές! Πήγε η κοπέλα ως εκεί και να τη στενοχωρούσε έτσι; Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Ως σωστός gentleman, ο monsieur φερόταν λες και όλα ήταν μέλι γάλα. Και μόλις έφυγε, πήρε την βαριά απόφαση. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, εννοείται ότι δεν της είπε ότι ήθελε να χωρίσουν, και δεν είναι εκεί το θέμα. Γιατί ποιος άντρας θα το έλεγε ξεκάθαρα καλέ; (Κανείς! Σας το λέω εγώ!) Ώσπου να παρηγορήσω την Μαρία, που και τι να της έλεγα, είχε όλα τα δίκια, πάω για καφέ με τον brother. Ο Bigbrother έχει τις καλύτερες αναλύσεις για την τρέλα που δέρνει τους θεσσαλονικείς. Ιδιαίτερες, καυστικές, εμπνευσμένες κοινωνικοοικονομικές αναλύσεις για ότι συμβαίνει στην «co-capital», που, μιας και ο ίδιος ως ορκισμένος αντι-blogger δεν ενδιαφέρεται να τις παρουσιάσει, τις οικειοποιούμαι (και επωφελούμαι!) εγώ. Στον καφέ μας λοιπόν μου ανέλυσε το φαινόμενο νέα-όμορφη-γνωρίζει-τύπο-τον-καλεί-σπίτι-της-αμέσως-σαφώς-για-πραξικόπημα-κατά-τη-διάρκεια-του-οποίου-το-μετανιώνει-γιατί-θέλει-να-γνωριστούν-καλύτερα!!!! Ώσπου να ολοκληρωθεί η ανάλυση του bro για το κάψιμο των γυναικών, για το οποίο θα συμφωνήσω δημόσια μαζί του ότι είναι μακράν μεγαλύτερο από των αντρών,  παίρνει τηλέφωνο ο φίλος Χρήστος να  μου πει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πιούμε ποτό το βράδυ, γιατί είχε λέει να μου πει.
    Συναντιέμαι το βράδυ και με τον Chris, που είχα να τον δω καμιά βδομάδα και με τον οποίο είχα μείνει στο ότι είχε σχέση με μια αθηναία με την οποία ήταν ‘φουλ ερωτευμένος με την πάρτη της!’ Μέχρι να φέρει η σερβιτόρα τα ποτά, ο Chris είχε προλάβει να μου αποκαλύψει ότι είχε ξε-ερωτευτεί την athens(για την οποία δήλωνε πριν δυο εβδομάδες διατεθειμένος μέχρι και να μετακομίσει στο πρώην κλεινόν άστυ), όταν στο δρόμο του ήρθε μια Θεσσαλονικιά. Όπου «δρόμος» ίσον ‘Μαμούνια Live’, καθότι ο Chris χρυσό παιδί αλλά βαθιά μπουζουκόβιος και νταλκαδιάρης. «Πώς την γνώρισες, Chris μου;» ρώτησα, αν και ήξερα από πριν την απάντηση μιας και ο Chris δεν ήταν και πολύ πρωτότυπος στο θέμα φλερτ. «Ε, να, μωρέ, εκεί που καθόμασταν, στο πίσω τραπέζι είχε μια παρέα με γυναίκες, από μπάτσελορ ήταν αυτές, ε, ήταν πολύ στριμωχτά»(αλίμονο Chris μου αυτό έφταιγε!) «και, η «καθέκαστη» μου ζήτησε συγνώμη γιατί όπως τράβηξε την καρέκλα της με έσπρωξε. Ε και μετά, να, ένα γαρύφαλλο από δω, ένα από κει, έγιναν οι δύο παρέες μία.» (να τολμήσω να ρωτήσω αν τα κατάφερε η υποψήφια νύφη μετά από αυτό το βράδυ να παντρευτεί ή λεπτομέρειες;) «Εγώ, ως τότε, ούτε που να κοιτάξω άλλη! Ξέρεις ότι άμα έχω σχέση, είμαι κύριος!»(αμ δε ξέρω Chris μου! Για δύο μήνες πάντα μόνο αλλά….κύριος!)
 «Όμως….ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ευγενική»(καλή καπάτσα! Και θεσσαλονικιά και μπουζουκόβια, που να τη συναγωνιστεί η athens;) «καμία σχέση με τα «σκυλιά» που με κατηγορείς συνέχεια ότι γυρνάω!» (εγώ Chris μου; Ποιος τα λέει αυτά τα ψέματα;) «Ε, και, τώρα είμαι σίγουρος: αυτή την ερωτεύτηκα!» «Και να σου πω ρε Chris», άρχισα τα ηθικοπλαστικά εγώ, «τι θα γίνει με την athens, που της το παίζεις και ότι είσαι σοβαρό παιδί και μετρημένο, για σπίτι, μονόπολη και μουσακά;». «Αχ άσε, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Όχι το να τη γειώσω την athens, αυτό το δουλεύω καλά μια βδομάδα τώρα, τύπου τρέχω με τη δουλειά, ότι με δυσκολεύει η απόσταση, ότι έχω πιεστεί και τέτοια. Το πρόβλημα είναι ότι η άλλη, παραείναι εκδηλωτική και έχει αποθρασυνθεί στο facebook!» «ωχ ρε γκάου, αμέσως την έκανες και φίλη σου;» «ε μα ρε Λία, σου λέω παίζει πολύ έρως. Δε με νοιάζει τίποτα! Θέλω να βάζω όλη μέρα το ‘έρωτα θέλει η ζωή, έρωτα θέλει!’» (σε αυτό το σημείο να διευκρινίσω ότι το ρεπερτόριο του φίλου Chris εκτείνεται από Despoina Vandi μέχρι Βασίλη Καρρά άντε και λίγο Stavento) «Ε τότε πού είναι το πρόβλημα;», εγώ. «Ε, κοίτα, να λήξει με την athens, αλλά να μη με κακοχαρακτηρίσει κιόλας. Είναι καλό κορίτσι. Όμως δε μπορώ στη μια να λέω ότι είμαι σε dark mood, ότι μου λείπει, να βάζω το ‘θα’θελα να’σουν εδώ’ από Κιάμο και να κάνει ‘like’ πρώτη πρώτη η άλλη! Ούτε μπορώ να βάζω τίποτα πολύ ερωτικό γιατί η athens θα ξαναπάρει θάρρος(να ψυλλιαστεί τίποτα δεν την κόβω), αλλά πως θα εκδηλωθώ και στην «καθέκαστη»; «Ε, χώρισέ τη την athens, ρε βλαμένε», είπα εγώ και αμέσως κατάλαβα τη βλακεία διότι ως γνωστόν και προαναφερθέν οι άντρες δε χωρίζουν, εξωθούν τις γυναίκες να τους χωρίσουν! «Λία, τι είναι αυτά που λες; Δε γίνονται αυτά. Πώς να της το πω; Από το τηλέφωνο; Ή να της πω να έρθει εδώ για να τη χωρίσω; Απαπα, δε γίνονται αυτά. Το θέμα είναι να περάσει λίγο ο καιρός και να μη με καταλάβουν.»
    «Δηλαδή συγνώμη ρε Chris, αν κατάλαβα καλά, το πρόβλημά σου είναι ότι δε μπορείς να ζήσεις τον παράλληλο έρωτά σου μέσω facebook;», απάντησα εν εξάλλω εγώ! Αααααττέεεεεεονννννννν!!!<− έτσι κάνει το κεφάλι μου όταν παίρνω φόρα με αυτά που ακούω και το βαράω στον τοίχο! Αλήθεια δε τη γλιτώνω, θα με τρελάνουν όλοι τους. Και να μου τη λένε κιόλας που εγώ καίγομαι μόνο με τα ταξίδια και την τέχνη. Δηλαδή δε πα’ να γίνεται μακελειό από οικονομικά σκάνδαλα, φορολογίες, απολύσεις, να ανέβει η στάθμη της θάλασσας και να πνιγούμε, δε πα’ να χαθεί όλος ο κόσμος, εγώ να ασχολούμαι με τον κάθε burned out ανασφαλή που πληγώνει την φίλη μου ή τον κάθε burned out ανασφαλή φίλο μου που πληγώνει μια άγνωστη! Χίλιες φορές L.ost I.n A.rt λέμεεεεε!!!

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

στο ‘λεωφορείο’
    Ένας από τους λόγους που δεν πρόκειται να συμπαθήσω αυτή την πόλη είναι ότι πρέπει να τη διασχίζω απ’άκρη σ’άκρη με το λεωφορείο. Αν είναι τραγικό το να πρέπει να επιβιώσεις στους συρρικνωμένους(λόγω έργων του μετρό)δρόμους με αυτοκίνητο, το να χρειάζεται να μετακινηθείς με λεωφορείο, είναι απλώς εφιαλτικό.
     Δυστυχώς εγώ, μιας και τώρα τελευταία συνάπτω δειλά δειλά σχέσεις με την οδήγηση, αναγκαστικά χρησιμοποιώ λεωφορείο. Στο οποίο περνάω καθημερινά τουλάχιστον ένα δίωρο της ζωής μου. Οπότε διαβάζω, γράφω, στέλνω μηνύματα στο κινητό, ακούω μουσική, αλλά κυρίως, παρατηρώ τους ανθρώπους. Τους παρατηρώ και σκέφτομαι πού πηγαίνουν, πώς να είναι οι ζωές τους, αν είναι θλιμμένοι, βαριεστημένοι, ερωτευμένοι. Σήμερα έπεσε το μάτι μου στον οδηγό του λεωφορείου. Τον συναντώ συχνά αυτόν τον τύπο, αυτός πάντα στη θέση του οδηγού και εγώ πάντα ανάμεσα στους επιβάτες. Ένας ψηλός, ξανθός τριανταπεντάρης, ίσως και λίγο παραπάνω, αδύνατος, με στρόγγυλο πρόσωπο και μακριά δάχτυλα. Το μεγάλο του μέτωπο τονίζεται ακόμη περισσότερο από τους άδειους κροτάφους και τα μαλλιά που έπεφταν από το κέντρο του κεφαλιού στο μέτωπο σχηματίζοντας ένα ‘V’. Στο ένα του χέρι φορούσε ρολόι και στο άλλο μια από αυτές τις αντρικές αλυσίδες. Από ρούχα δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά μόνο ότι φορούσε ένα κλασικό γαλάζιο πουκάμισο και από πάνω του ένα μπλε πουλόβερ∙ τα ενδυματολογικά κλισέ του Ο.Α.Σ.Θ.
Καθώς το λεωφορείο κινούνταν στους θλιβερούς βρεγμένους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με μια μελαγχολία που τη διέκοπτε μόνο ο μονότονος ήχος του κουμπιού της στάσης, καθόμουν και σκεφτόμουν πώς να ήταν άραγε η ζωή αυτού του οδηγού. Η δουλειά του ήταν μια αθεράπευτη μονοτονία: καθημερινά η ίδια διαδρομή, ατέρμονα επαναλαμβανόμενη, με μόνη παρηγοριά τις εναλλαγές της μέρας και της νύχτας. Είχε τουλάχιστον παρέα λίγο μουσική όπως εγώ; Έβγαλα το ένα μου ακουστικό για να ακούσω αλλά τίποτα.
Η ζωή του όμως; Πώς να ήταν άραγε η ζωή του; Ήταν παντρεμένος; Βέρα να πω την αλήθεια δεν είδα. Ίσως όμως να είχε σχέση, σίγουρα με μια κοπέλα που θα του σιδέρωνε κάθε βράδυ τα ρούχα και πρωί πρωί θα του ετοίμαζε τον καφέ, τον ίδιο που στεκόταν στο θερμός που είχε δίπλα στο τιμόνι. Ίσως πάλι να έμενε μόνος του, χωρίς κανένα να γυρίσει σπίτι σε αυτόν, χωρίς κανένα να του ετοιμάσει φαγητό. Και τόσες ώρες που οδηγούσε; Τι άραγε σκεφτόταν; Μπορεί τα παιδιά του(αν είχε), πώς μεγάλωναν τόσο γρήγορα, πόσο λίγο τα έβλεπε. Ίσως να σκεφτόταν ότι θα ήθελε να έχει οικογένεια, ή ότι θα’θελε να προτείνει στην κοπέλα του να παντρευτούν. Μπορεί απ’την άλλη να σκεφτόταν πόσο μονότονη ήταν η ζωή του, πόσο επαναλαμβανόμενες οι μέρες του. Ή να περνούσε τις ώρες του κάνοντας ότι κι εγώ: παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω του και πλάθοντας ιστορίες για αυτούς.
    Εγώ πάντως για αυτόν τον περίεργο οδηγό, φαντάστηκα ότι ήταν Έλληνας του εξωτερικού. Από κάπου βόρεια, από την Γερμανία πιθανόν. Και είχε έρθει στην Ελλάδα πριν λίγα χρόνια κυνηγώντας έναν έρωτα. Ο έρωτας δεν ευδοκίμησε αλλά εκείνος επέμεινε να μείνει. Ίσως του είχε αφήσει κι ένα παιδί. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, θα του ταίριαζε να είναι πατέρας. Έμενε σε ένα δυάρι με συγκάτοικο ένα σκύλο, και είχε χόμπι τους αγώνες ταχύτητας. Άκουγε ροκ και ρεμπέτικη μουσική και του άρεσε να βγαίνει σε ταβερνάκια για ούζα με φίλους. Ώρες ώρες αναπολούσε τη ζωή στην Γερμανία αλλά τα ξεχνούσε όλα μόλις ξυπνούσε και έβλεπε αυτόν τον υπέροχο ελληνικό ήλιο.
    Αυτά σκεφτόμουν μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Πώς να είναι άραγε η ζωή  κάποιων ανθρώπων γύρω μας; Αυτών με τους οποίους οι ζωές μας συναντιούνται για τόσο λίγο; Περνάμε ώρες της καθημερινότητάς μας δίπλα δίπλα με κάποιους ανθρώπους και δε μαθαίνουμε ποτέ τίποτα για αυτούς παρά μόνο τη θλίψη ή τη χαρά που καθρεφτίζεται στα μάτια τους όταν τυχαία συναντιούνται οι ματιές μας…

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

“μυρωδιά espresso”

“μυρωδιά espresso


    Σήμερα που είχε έναν υπέροχο ήλιο, η αδερφή μου, με την κατηγορία ότι είμαι φουλ έξτρα ξενέρωτη που δε χωνεύω αυτή την πόλη, με ξεσήκωσε για μεσημεριανό καφέ με την δικαιολογία ότι η πόλη ήταν τόσο όμορφη που ακόμη κι εμένα θα μου άρεσε! Κάπως έτσι βρέθηκα για μεσημεριανό καφέ στο ‘Ολύμπιον’. Το ‘Ολύμπιον’ είναι ένα από τα λίγα μαγαζιά που αγαπώ σε αυτή την πόλη. Και αυτό που αγαπώ πιο πολύ είναι ότι ξεχνάς ότι είσαι σε αυτή την πόλη. Προτιμώ βέβαια να κάθομαι τέρμα κάτω εκεί που ο χώρος μοιάζει με δωμάτιο και δε καταλαβαίνεις αν έξω έχει μέρα η νύχτα. Για την αδερφή μου βέβαια ούτε λόγος, πήγαμε και κάτσαμε πάνω δίπλα στο παράθυρο(στο οποίο γύρισα επιδεικτικά την πλάτη και κοιτούσα προς το μπαρ).
    Εκεί λοιπόν που καθόμουν και χαζοσυζητούσα με την αδερφή μου και την φίλη της μου ήρθε η μυρωδιά του espresso. Καθόμασταν και κοντά στο μπαρ, η μυρωδιά από τη μηχανή του καφέ δε με άφηνε σε ησυχία. Λένε ότι οι μνήμες μας είναι κατά 92% οπτικές αλλά εγώ μάλλον κάτι έχω με την όσφρηση. Δεν εξηγείται αλλιώς που αμέσως απορροφήθηκα και άρχισα να απολαμβάνω τη μυρωδιά και να σκέφτομαι εικόνες. Αχ αυτή η μυρωδιά πώς γίνεται να μου θυμίζει τόσα πράγματα!! Την πρώτη μου δουλειά ως φοιτήτρια στα Γιάννενα(κλασικά σερβιτόρα), να προσπαθώ να μάθω να κάνω cappuccino και κυρίως αυτό το άτιμο το αφρόγαλα που έπρεπε να γυαλίζει και να μην έχει φουσκάλες!! Αθήνα μετά για το πρώτο master, και εγώ δουλειά στο καφέ κεντρικού βιβλιοπωλείου παρέα με την ίδια μυρωδιά, να μπερδεύεται αυτή τη φορά με εκείνη του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου. Στη συνέχεια Ολλανδία…  Θυμάμαι αυτή τη μυρωδιά να μου κάνει παρέα, σχεδόν να με παρηγορεί. Τόσες ώρες που καθόμουν μόνη μου στο σπίτι, έφτιαχνα συχνά ένα espresso/cappuccino, καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και παρατηρούσα τους ανθρώπους. Η ίδια μυρωδιά ήταν η πρώτη που με καλωσόριζε, πριν ακόμη και από τον ίδιο, όταν έμπαινα στο μαγαζί του αγαπημένου μου εκεί. Τότε την είχα συνδέσει με το χαμόγελό του και την γεύση απ’το φιλί του, τώρα, αποσυνδεδεμένη πλήρως από το συναισθηματικό υπόβαθρο, όταν σκέφτομαι εκείνα τα πρωινά που πήγαινα να τον συναντήσω στο μαγαζί του, μου έρχονται στο νου μόνο οι τεράστιοι πίνακες με σκηνές από φλαμένγκο στον τοίχο. Η μυρωδιά του espresso μου θυμίζει ακόμη πάνω απ’όλα την Ολλανδία αλλά τώρα περισσότερο σαν μια εποχή όπου δεν θυμάμαι να έχω υπάρξει ξανά τόσο ερωτευμένη, αλλά και τόσο χαμένη, τόσο ανασφαλής, τόσο μόνη.
Αναρωτιόμουν πώς γινόταν όλες οι εικόνες που νόμιζα κάποτε ότι με στενοχωρούσαν και με πλήγωναν να έχουν μεταμορφωθεί σε κάτι τρυφερό και νοσταλγικό. Πωπωω, τι ήθελα και κάθησα δίπλα σε εκείνη την άτιμη εσπρεσιέρα; Ένα καφέ είπα να πιω και κατέληξα με τρισέλιδη ανάλυση για την συναισθηματική μας απώλεια και τη σύνδεσή της με τον καφέ! Καλύτερα να γυρνούσα προς το παράθυρο να κοιτάω τη βρωμερή Αριστοτέλους, τον ακόμη πιο βρώμικο Θερμαϊκό και τους ψωνισμένους Θεσσαλονικείς. Τουλάχιστον τίποτα δε θα μου θύμιζε εικόνες και ταξίδια του παρελθόντος. Εξωραϊσμένου τις περισσότερες φορές από τη λήθη, δε διαφωνώ, αλλά όπως και να’χει νοσταλγικού παρελθόντος. Ακόμη κι αν θυμάμαι το ίδιο έντονα πως τα Γιάννενα τα είχα σιχαθεί τον τελευταίο χρόνο, το βιβλιοπωλείο το απεχθανόμουν γιατί δεν είχε ούτε ένα παράθυρο, και την Ολλανδία με το βρωμόκρυό της δεν ήθελα ούτε καν να την ακούω για δύο χρόνια!!!