Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

"ίντριγκες and the city"

(εναλλακτικός τίτλος: «άνοιξέ του του τρελού…»)
    Υπάρχουν κάτι μέρες στη Θεσσαλονίκη που θέλω να αυτοκτονήσω στον Θερμαϊκό! Σκέφτομαι ότι θα βουτήξω, θα πεθάνω ακαριαία(γιατί θα αποσυντεθώ από τη βρώμα πριν προλάβω να πνιγώ επίπονα και βασανιστικά), και όταν διαβάσουν το σημείωμα που θα έχω αφήσει(σε ένα αδιάβροχο φακελάκι στην τσέπη μου) το οποίο θα εξηγεί ότι το έκανα για λόγους απόλυτης πλήξης σε αυτή την πόλη, που είναι κάποιες φορές «unpalevable», όλοι θα καταλάβουν και θα κουνήσουν το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης. Μη σου πω ότι θα ζηλέψουν κιόλας.
    Έτσι είναι αυτή η πόλη, η τόσο «ερωτική» που έχει μια «μαγεία», κάτι το ελκυστικό στον αέρα της! Μπουρδολογίες που ζέχνουν 90’s!!  Σήμερα η Σαλονικάρα είναι μια πόλη με σαράντα τοις εκατό ανεργία, πλημμυρισμένη από zaraberskamangoh&mpullandbearoysho, με δρόμους τραγικούς(που γίνονται ακόμη πιο τραγικοί από το σκατομετρό που δε θα γίνει ποτέ), με μαγαζιά χωρίς χαρακτήρα και γεμάτη με κάτι θεσσαλονικείς…..
    Αχ αυτοί οι Θεσσαλονικείς! Τρελοί όλοι τους, μαζί κι εγώ! Η φίλη μου η Μαρία χώρισε γιατί ο φίλος της που μένει στην Αθήνα, αποφάσισε να χωρίσουν. Πότε το αποφάσισε; Μια Τετάρτη, μόλις η Μαρία γύρισε από Αθήνα που πήγε να τον δει για τριήμερο. Πήγε, την Τρίτη ήρθε μες στην τρελή χαρά  και μου έλεγε τι υπέροχα περνούσαν και την Τετάρτη ήρθε μες στην τρελή κατάθλιψη να μου πει ότι της είπε ότι νιώθει πολύ πιεσμένος και δε ξέρει τι θέλει! Απορία αναγνώστη: γιατί δεν της το είπε όσο ήταν εκεί; Ε μα, τι ερωτήσεις είναι αυτές! Πήγε η κοπέλα ως εκεί και να τη στενοχωρούσε έτσι; Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Ως σωστός gentleman, ο monsieur φερόταν λες και όλα ήταν μέλι γάλα. Και μόλις έφυγε, πήρε την βαριά απόφαση. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, εννοείται ότι δεν της είπε ότι ήθελε να χωρίσουν, και δεν είναι εκεί το θέμα. Γιατί ποιος άντρας θα το έλεγε ξεκάθαρα καλέ; (Κανείς! Σας το λέω εγώ!) Ώσπου να παρηγορήσω την Μαρία, που και τι να της έλεγα, είχε όλα τα δίκια, πάω για καφέ με τον brother. Ο Bigbrother έχει τις καλύτερες αναλύσεις για την τρέλα που δέρνει τους θεσσαλονικείς. Ιδιαίτερες, καυστικές, εμπνευσμένες κοινωνικοοικονομικές αναλύσεις για ότι συμβαίνει στην «co-capital», που, μιας και ο ίδιος ως ορκισμένος αντι-blogger δεν ενδιαφέρεται να τις παρουσιάσει, τις οικειοποιούμαι (και επωφελούμαι!) εγώ. Στον καφέ μας λοιπόν μου ανέλυσε το φαινόμενο νέα-όμορφη-γνωρίζει-τύπο-τον-καλεί-σπίτι-της-αμέσως-σαφώς-για-πραξικόπημα-κατά-τη-διάρκεια-του-οποίου-το-μετανιώνει-γιατί-θέλει-να-γνωριστούν-καλύτερα!!!! Ώσπου να ολοκληρωθεί η ανάλυση του bro για το κάψιμο των γυναικών, για το οποίο θα συμφωνήσω δημόσια μαζί του ότι είναι μακράν μεγαλύτερο από των αντρών,  παίρνει τηλέφωνο ο φίλος Χρήστος να  μου πει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πιούμε ποτό το βράδυ, γιατί είχε λέει να μου πει.
    Συναντιέμαι το βράδυ και με τον Chris, που είχα να τον δω καμιά βδομάδα και με τον οποίο είχα μείνει στο ότι είχε σχέση με μια αθηναία με την οποία ήταν ‘φουλ ερωτευμένος με την πάρτη της!’ Μέχρι να φέρει η σερβιτόρα τα ποτά, ο Chris είχε προλάβει να μου αποκαλύψει ότι είχε ξε-ερωτευτεί την athens(για την οποία δήλωνε πριν δυο εβδομάδες διατεθειμένος μέχρι και να μετακομίσει στο πρώην κλεινόν άστυ), όταν στο δρόμο του ήρθε μια Θεσσαλονικιά. Όπου «δρόμος» ίσον ‘Μαμούνια Live’, καθότι ο Chris χρυσό παιδί αλλά βαθιά μπουζουκόβιος και νταλκαδιάρης. «Πώς την γνώρισες, Chris μου;» ρώτησα, αν και ήξερα από πριν την απάντηση μιας και ο Chris δεν ήταν και πολύ πρωτότυπος στο θέμα φλερτ. «Ε, να, μωρέ, εκεί που καθόμασταν, στο πίσω τραπέζι είχε μια παρέα με γυναίκες, από μπάτσελορ ήταν αυτές, ε, ήταν πολύ στριμωχτά»(αλίμονο Chris μου αυτό έφταιγε!) «και, η «καθέκαστη» μου ζήτησε συγνώμη γιατί όπως τράβηξε την καρέκλα της με έσπρωξε. Ε και μετά, να, ένα γαρύφαλλο από δω, ένα από κει, έγιναν οι δύο παρέες μία.» (να τολμήσω να ρωτήσω αν τα κατάφερε η υποψήφια νύφη μετά από αυτό το βράδυ να παντρευτεί ή λεπτομέρειες;) «Εγώ, ως τότε, ούτε που να κοιτάξω άλλη! Ξέρεις ότι άμα έχω σχέση, είμαι κύριος!»(αμ δε ξέρω Chris μου! Για δύο μήνες πάντα μόνο αλλά….κύριος!)
 «Όμως….ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ευγενική»(καλή καπάτσα! Και θεσσαλονικιά και μπουζουκόβια, που να τη συναγωνιστεί η athens;) «καμία σχέση με τα «σκυλιά» που με κατηγορείς συνέχεια ότι γυρνάω!» (εγώ Chris μου; Ποιος τα λέει αυτά τα ψέματα;) «Ε, και, τώρα είμαι σίγουρος: αυτή την ερωτεύτηκα!» «Και να σου πω ρε Chris», άρχισα τα ηθικοπλαστικά εγώ, «τι θα γίνει με την athens, που της το παίζεις και ότι είσαι σοβαρό παιδί και μετρημένο, για σπίτι, μονόπολη και μουσακά;». «Αχ άσε, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Όχι το να τη γειώσω την athens, αυτό το δουλεύω καλά μια βδομάδα τώρα, τύπου τρέχω με τη δουλειά, ότι με δυσκολεύει η απόσταση, ότι έχω πιεστεί και τέτοια. Το πρόβλημα είναι ότι η άλλη, παραείναι εκδηλωτική και έχει αποθρασυνθεί στο facebook!» «ωχ ρε γκάου, αμέσως την έκανες και φίλη σου;» «ε μα ρε Λία, σου λέω παίζει πολύ έρως. Δε με νοιάζει τίποτα! Θέλω να βάζω όλη μέρα το ‘έρωτα θέλει η ζωή, έρωτα θέλει!’» (σε αυτό το σημείο να διευκρινίσω ότι το ρεπερτόριο του φίλου Chris εκτείνεται από Despoina Vandi μέχρι Βασίλη Καρρά άντε και λίγο Stavento) «Ε τότε πού είναι το πρόβλημα;», εγώ. «Ε, κοίτα, να λήξει με την athens, αλλά να μη με κακοχαρακτηρίσει κιόλας. Είναι καλό κορίτσι. Όμως δε μπορώ στη μια να λέω ότι είμαι σε dark mood, ότι μου λείπει, να βάζω το ‘θα’θελα να’σουν εδώ’ από Κιάμο και να κάνει ‘like’ πρώτη πρώτη η άλλη! Ούτε μπορώ να βάζω τίποτα πολύ ερωτικό γιατί η athens θα ξαναπάρει θάρρος(να ψυλλιαστεί τίποτα δεν την κόβω), αλλά πως θα εκδηλωθώ και στην «καθέκαστη»; «Ε, χώρισέ τη την athens, ρε βλαμένε», είπα εγώ και αμέσως κατάλαβα τη βλακεία διότι ως γνωστόν και προαναφερθέν οι άντρες δε χωρίζουν, εξωθούν τις γυναίκες να τους χωρίσουν! «Λία, τι είναι αυτά που λες; Δε γίνονται αυτά. Πώς να της το πω; Από το τηλέφωνο; Ή να της πω να έρθει εδώ για να τη χωρίσω; Απαπα, δε γίνονται αυτά. Το θέμα είναι να περάσει λίγο ο καιρός και να μη με καταλάβουν.»
    «Δηλαδή συγνώμη ρε Chris, αν κατάλαβα καλά, το πρόβλημά σου είναι ότι δε μπορείς να ζήσεις τον παράλληλο έρωτά σου μέσω facebook;», απάντησα εν εξάλλω εγώ! Αααααττέεεεεεονννννννν!!!<− έτσι κάνει το κεφάλι μου όταν παίρνω φόρα με αυτά που ακούω και το βαράω στον τοίχο! Αλήθεια δε τη γλιτώνω, θα με τρελάνουν όλοι τους. Και να μου τη λένε κιόλας που εγώ καίγομαι μόνο με τα ταξίδια και την τέχνη. Δηλαδή δε πα’ να γίνεται μακελειό από οικονομικά σκάνδαλα, φορολογίες, απολύσεις, να ανέβει η στάθμη της θάλασσας και να πνιγούμε, δε πα’ να χαθεί όλος ο κόσμος, εγώ να ασχολούμαι με τον κάθε burned out ανασφαλή που πληγώνει την φίλη μου ή τον κάθε burned out ανασφαλή φίλο μου που πληγώνει μια άγνωστη! Χίλιες φορές L.ost I.n A.rt λέμεεεεε!!!

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

στο ‘λεωφορείο’
    Ένας από τους λόγους που δεν πρόκειται να συμπαθήσω αυτή την πόλη είναι ότι πρέπει να τη διασχίζω απ’άκρη σ’άκρη με το λεωφορείο. Αν είναι τραγικό το να πρέπει να επιβιώσεις στους συρρικνωμένους(λόγω έργων του μετρό)δρόμους με αυτοκίνητο, το να χρειάζεται να μετακινηθείς με λεωφορείο, είναι απλώς εφιαλτικό.
     Δυστυχώς εγώ, μιας και τώρα τελευταία συνάπτω δειλά δειλά σχέσεις με την οδήγηση, αναγκαστικά χρησιμοποιώ λεωφορείο. Στο οποίο περνάω καθημερινά τουλάχιστον ένα δίωρο της ζωής μου. Οπότε διαβάζω, γράφω, στέλνω μηνύματα στο κινητό, ακούω μουσική, αλλά κυρίως, παρατηρώ τους ανθρώπους. Τους παρατηρώ και σκέφτομαι πού πηγαίνουν, πώς να είναι οι ζωές τους, αν είναι θλιμμένοι, βαριεστημένοι, ερωτευμένοι. Σήμερα έπεσε το μάτι μου στον οδηγό του λεωφορείου. Τον συναντώ συχνά αυτόν τον τύπο, αυτός πάντα στη θέση του οδηγού και εγώ πάντα ανάμεσα στους επιβάτες. Ένας ψηλός, ξανθός τριανταπεντάρης, ίσως και λίγο παραπάνω, αδύνατος, με στρόγγυλο πρόσωπο και μακριά δάχτυλα. Το μεγάλο του μέτωπο τονίζεται ακόμη περισσότερο από τους άδειους κροτάφους και τα μαλλιά που έπεφταν από το κέντρο του κεφαλιού στο μέτωπο σχηματίζοντας ένα ‘V’. Στο ένα του χέρι φορούσε ρολόι και στο άλλο μια από αυτές τις αντρικές αλυσίδες. Από ρούχα δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά μόνο ότι φορούσε ένα κλασικό γαλάζιο πουκάμισο και από πάνω του ένα μπλε πουλόβερ∙ τα ενδυματολογικά κλισέ του Ο.Α.Σ.Θ.
Καθώς το λεωφορείο κινούνταν στους θλιβερούς βρεγμένους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με μια μελαγχολία που τη διέκοπτε μόνο ο μονότονος ήχος του κουμπιού της στάσης, καθόμουν και σκεφτόμουν πώς να ήταν άραγε η ζωή αυτού του οδηγού. Η δουλειά του ήταν μια αθεράπευτη μονοτονία: καθημερινά η ίδια διαδρομή, ατέρμονα επαναλαμβανόμενη, με μόνη παρηγοριά τις εναλλαγές της μέρας και της νύχτας. Είχε τουλάχιστον παρέα λίγο μουσική όπως εγώ; Έβγαλα το ένα μου ακουστικό για να ακούσω αλλά τίποτα.
Η ζωή του όμως; Πώς να ήταν άραγε η ζωή του; Ήταν παντρεμένος; Βέρα να πω την αλήθεια δεν είδα. Ίσως όμως να είχε σχέση, σίγουρα με μια κοπέλα που θα του σιδέρωνε κάθε βράδυ τα ρούχα και πρωί πρωί θα του ετοίμαζε τον καφέ, τον ίδιο που στεκόταν στο θερμός που είχε δίπλα στο τιμόνι. Ίσως πάλι να έμενε μόνος του, χωρίς κανένα να γυρίσει σπίτι σε αυτόν, χωρίς κανένα να του ετοιμάσει φαγητό. Και τόσες ώρες που οδηγούσε; Τι άραγε σκεφτόταν; Μπορεί τα παιδιά του(αν είχε), πώς μεγάλωναν τόσο γρήγορα, πόσο λίγο τα έβλεπε. Ίσως να σκεφτόταν ότι θα ήθελε να έχει οικογένεια, ή ότι θα’θελε να προτείνει στην κοπέλα του να παντρευτούν. Μπορεί απ’την άλλη να σκεφτόταν πόσο μονότονη ήταν η ζωή του, πόσο επαναλαμβανόμενες οι μέρες του. Ή να περνούσε τις ώρες του κάνοντας ότι κι εγώ: παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω του και πλάθοντας ιστορίες για αυτούς.
    Εγώ πάντως για αυτόν τον περίεργο οδηγό, φαντάστηκα ότι ήταν Έλληνας του εξωτερικού. Από κάπου βόρεια, από την Γερμανία πιθανόν. Και είχε έρθει στην Ελλάδα πριν λίγα χρόνια κυνηγώντας έναν έρωτα. Ο έρωτας δεν ευδοκίμησε αλλά εκείνος επέμεινε να μείνει. Ίσως του είχε αφήσει κι ένα παιδί. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, θα του ταίριαζε να είναι πατέρας. Έμενε σε ένα δυάρι με συγκάτοικο ένα σκύλο, και είχε χόμπι τους αγώνες ταχύτητας. Άκουγε ροκ και ρεμπέτικη μουσική και του άρεσε να βγαίνει σε ταβερνάκια για ούζα με φίλους. Ώρες ώρες αναπολούσε τη ζωή στην Γερμανία αλλά τα ξεχνούσε όλα μόλις ξυπνούσε και έβλεπε αυτόν τον υπέροχο ελληνικό ήλιο.
    Αυτά σκεφτόμουν μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Πώς να είναι άραγε η ζωή  κάποιων ανθρώπων γύρω μας; Αυτών με τους οποίους οι ζωές μας συναντιούνται για τόσο λίγο; Περνάμε ώρες της καθημερινότητάς μας δίπλα δίπλα με κάποιους ανθρώπους και δε μαθαίνουμε ποτέ τίποτα για αυτούς παρά μόνο τη θλίψη ή τη χαρά που καθρεφτίζεται στα μάτια τους όταν τυχαία συναντιούνται οι ματιές μας…

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

“μυρωδιά espresso”

“μυρωδιά espresso


    Σήμερα που είχε έναν υπέροχο ήλιο, η αδερφή μου, με την κατηγορία ότι είμαι φουλ έξτρα ξενέρωτη που δε χωνεύω αυτή την πόλη, με ξεσήκωσε για μεσημεριανό καφέ με την δικαιολογία ότι η πόλη ήταν τόσο όμορφη που ακόμη κι εμένα θα μου άρεσε! Κάπως έτσι βρέθηκα για μεσημεριανό καφέ στο ‘Ολύμπιον’. Το ‘Ολύμπιον’ είναι ένα από τα λίγα μαγαζιά που αγαπώ σε αυτή την πόλη. Και αυτό που αγαπώ πιο πολύ είναι ότι ξεχνάς ότι είσαι σε αυτή την πόλη. Προτιμώ βέβαια να κάθομαι τέρμα κάτω εκεί που ο χώρος μοιάζει με δωμάτιο και δε καταλαβαίνεις αν έξω έχει μέρα η νύχτα. Για την αδερφή μου βέβαια ούτε λόγος, πήγαμε και κάτσαμε πάνω δίπλα στο παράθυρο(στο οποίο γύρισα επιδεικτικά την πλάτη και κοιτούσα προς το μπαρ).
    Εκεί λοιπόν που καθόμουν και χαζοσυζητούσα με την αδερφή μου και την φίλη της μου ήρθε η μυρωδιά του espresso. Καθόμασταν και κοντά στο μπαρ, η μυρωδιά από τη μηχανή του καφέ δε με άφηνε σε ησυχία. Λένε ότι οι μνήμες μας είναι κατά 92% οπτικές αλλά εγώ μάλλον κάτι έχω με την όσφρηση. Δεν εξηγείται αλλιώς που αμέσως απορροφήθηκα και άρχισα να απολαμβάνω τη μυρωδιά και να σκέφτομαι εικόνες. Αχ αυτή η μυρωδιά πώς γίνεται να μου θυμίζει τόσα πράγματα!! Την πρώτη μου δουλειά ως φοιτήτρια στα Γιάννενα(κλασικά σερβιτόρα), να προσπαθώ να μάθω να κάνω cappuccino και κυρίως αυτό το άτιμο το αφρόγαλα που έπρεπε να γυαλίζει και να μην έχει φουσκάλες!! Αθήνα μετά για το πρώτο master, και εγώ δουλειά στο καφέ κεντρικού βιβλιοπωλείου παρέα με την ίδια μυρωδιά, να μπερδεύεται αυτή τη φορά με εκείνη του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου. Στη συνέχεια Ολλανδία…  Θυμάμαι αυτή τη μυρωδιά να μου κάνει παρέα, σχεδόν να με παρηγορεί. Τόσες ώρες που καθόμουν μόνη μου στο σπίτι, έφτιαχνα συχνά ένα espresso/cappuccino, καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και παρατηρούσα τους ανθρώπους. Η ίδια μυρωδιά ήταν η πρώτη που με καλωσόριζε, πριν ακόμη και από τον ίδιο, όταν έμπαινα στο μαγαζί του αγαπημένου μου εκεί. Τότε την είχα συνδέσει με το χαμόγελό του και την γεύση απ’το φιλί του, τώρα, αποσυνδεδεμένη πλήρως από το συναισθηματικό υπόβαθρο, όταν σκέφτομαι εκείνα τα πρωινά που πήγαινα να τον συναντήσω στο μαγαζί του, μου έρχονται στο νου μόνο οι τεράστιοι πίνακες με σκηνές από φλαμένγκο στον τοίχο. Η μυρωδιά του espresso μου θυμίζει ακόμη πάνω απ’όλα την Ολλανδία αλλά τώρα περισσότερο σαν μια εποχή όπου δεν θυμάμαι να έχω υπάρξει ξανά τόσο ερωτευμένη, αλλά και τόσο χαμένη, τόσο ανασφαλής, τόσο μόνη.
Αναρωτιόμουν πώς γινόταν όλες οι εικόνες που νόμιζα κάποτε ότι με στενοχωρούσαν και με πλήγωναν να έχουν μεταμορφωθεί σε κάτι τρυφερό και νοσταλγικό. Πωπωω, τι ήθελα και κάθησα δίπλα σε εκείνη την άτιμη εσπρεσιέρα; Ένα καφέ είπα να πιω και κατέληξα με τρισέλιδη ανάλυση για την συναισθηματική μας απώλεια και τη σύνδεσή της με τον καφέ! Καλύτερα να γυρνούσα προς το παράθυρο να κοιτάω τη βρωμερή Αριστοτέλους, τον ακόμη πιο βρώμικο Θερμαϊκό και τους ψωνισμένους Θεσσαλονικείς. Τουλάχιστον τίποτα δε θα μου θύμιζε εικόνες και ταξίδια του παρελθόντος. Εξωραϊσμένου τις περισσότερες φορές από τη λήθη, δε διαφωνώ, αλλά όπως και να’χει νοσταλγικού παρελθόντος. Ακόμη κι αν θυμάμαι το ίδιο έντονα πως τα Γιάννενα τα είχα σιχαθεί τον τελευταίο χρόνο, το βιβλιοπωλείο το απεχθανόμουν γιατί δεν είχε ούτε ένα παράθυρο, και την Ολλανδία με το βρωμόκρυό της δεν ήθελα ούτε καν να την ακούω για δύο χρόνια!!!

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Η κυρία «Χαρμολύπη»


    Πριν από λίγο καιρό είχα πάει να επισκεφτώ την αγαπημένη μου θεία. Η θεία μου μένει σε ένα μικρό νησάκι του αργοσαρωνικού. Το καλοκαίρι το νησί είναι ένα όνειρο. Το χειμώνα όμως είναι σαν να πηγαίνεις στο χωριό. Και όχι σε κανα χωριό που σφύζει από ζωή, μιας και τα πιο πολλά μαγαζιά είναι κλειστά και ο περισσότερος κόσμος λείπει. Δεν έχει λοιπόν και πολλά πράγματα να κάνεις, εκτός από δουλειές του σπιτιού τις οποίες και έχεις τελειώσει και ως το απόγευμα που είναι η ώρα για καφεδάκι και χουζούρι δίπλα στο τζάκι. Το μόνο λοιπόν που συμβαίνει τα απογεύματα είναι αυτό που λέω εγώ η «μετακίνηση γυναικών». Κάθε απόγευμα στα σπίτια του νησιού κοπέλες και γυναίκες κάθε ηλικίας μαζεύονται για καφέ και κουσκούς.
    Ένα απόγευμα μας επισκέφτηκε για καφέ η κυρία Κατίνα. Μια συμπαθέστατη κυρία γύρω στα 60, με ξανθό καρέ μαλλί, ξασμένο στο φουλ (κλασική κόμμωση 70’s) και κοκάλινο σκελετό μυωπίας που κρεμόταν από το λαιμό με μια αλυσιδίτσα. Στο χέρι είχε καμιά δεκαπενταριά χρυσά βραχιόλια και στο λαιμό φορούσε ένα μενταγιόν με τη φωτογραφία του γιου τηςŸείχα ήδη πληροφορηθεί από τη θεία μου ότι χρόνια πριν είχε χάσει το μονάκριβο γιο της από μια δύσκολη ασθένεια και ποτέ δεν είχε συνέλθει εντελώς. Συνηθισμένη εγώ στα απογευματινά σουαρέ, ρώτησα αμέσως τι καφεδάκι να κάνω και αποχώρησα για να τα ετοιμάσω. Επέστρεψα μετά από λίγο, με τα τρία καφεδάκια και τα καθιερωμένα, τα ανεπανάληπτα, τα δεν-έχω-πιο-vintage-κεράσματα «πτι-φουρ», και πήρα θέση δίπλα στο τζάκι. Είχα πετύχει αρκετές φορές τέτοιους απογευματινούς καφέδες με φίλες ή γειτόνισσες της θείας μιας και την επισκεπτόμουν συχνά, και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα πιάσει τον εαυτό μου να απολαμβάνει αυτούς τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες. Με την πρώτη κουβέντα κατάλαβα ότι το απόγευμα με την κυρία Κατίνα δεν θα ήταν ένα βαρετό απόγευμα.
    Η κυρία Κατίνα δίκαια κέρδισε τον τίτλο «Χαρμολύπη» μιας και πηδούσε όχι μόνο από το ένα θέμα στο άλλο, αλλά από τη χαρά στη λύπη με απίστευτη ταχύτητα και ευκολία. Πότε βούρκωνε γιατί της έλειπε ο γιος της, κοιτούσε το μενταγιόν και χάιδευε τη φωτογραφία, πότε μας εξιστορούσε γελώντας ιστορίες για το πόσο άτακτος ήταν ο γιος μικρός και πώς η ίδια τον κυνηγούσε όταν για να της ξεφύγει πηδούσε μάντρες. Οι δε εναλλαγές γίνονταν με απίστευτη ταχύτητα, από τη μια φιλοσοφικό σχόλιο για το εφήμερο της ζωής παρέα με τα−εμπνευσμένα−«τί είμαστε, τίποτα δεν είμαστε», και απότομη στροφή 180 μοιρών και σχόλιο για την γειτόνισσα που «ναι καλέ, τον άφησε τον άντρα της στα 42, και τώρα μένει με τον άλλο. Εμ, έτσι είναι αγάπη μου, άμα δεν την έχεις ικανοποιημένη τη γυναίκα, θα στην κάνει», ακολουθούμενο από γέλια.

Μετά το πρώτο μισάωρο του˗ακατάπαυστου˗μονολόγου της ζήτησε συγνώμη από τη θεία μου για την φλυαρία της και δικαιολογήθηκε λέγοντας πως οφειλόταν στο ότι δεν είχε πάρει το απογευματινό της lexotanil. Η θεία μου(αλάνι από τα λίγα), φυσικά προσφέρθηκε να της δώσει ένα. Ξέρετε, στα είκοσι οι κοπέλες ανταλλάζουν ρούχα, στα τριάντα ανταλλάζουν άντρες, στα σαράντα ανταλλάζουν κουτσομπολιά, ε, μετά τα εξήντα οι γυναίκες ανταλλάζουν μεταξύ τους χάπια. «Μου τέλειωσαν της πιέσεως» η μία, «Έλα έχω εγώ» η άλλη. «Α, αυτά παίρνεις; Εγώ παίρνω κάτι άλλα αλλά σιγά, δώσε τώρα ένα από αυτά».

Έτσι και η κυρία «Χαρμολύπη». «Αχ ναι, να’σαι καλά», της είπε, «δώσε μου μισό, μαζί όμως με λίγο κονιακάκι». Ορίστε; Ακόμη κι εμείς, που όσο να’ναι σαν νέοι τις έχουμε κάνει τις χαζομάρες μας, αυτό το ξέρουμε σαν απαράβατο κανόνα. Ποτέ χάπια με αλκοόλ. «Α, με συγχωρείς πολύ», της είπε κι η θειά μου, «ή κονιακάκι, ή χαπάκι. Διάλεξε.» «Μα γιατί γλυκιά μου;» απορούσε η κυρία «Χαρμολύπη» που δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. «εγώ το βράδυ έτσι ηρεμώ. Lexotanil,γαλατάκι και…ουισκάκι. Μετά βάζω λίγο Πάριο στο κασετόφωνο, ακούω λίγη ώρα και μετά κοιμάμαι».
«Έτσι είναι», σκέφτηκα. Η χαρά και η λύπη εναλλάσσονται τόσο γρήγορα που δεν αρκεί ένα χάπι για να κατευνάσει τους πόνους μας. Όλα είναι τόσο δύσκολα πια που θέλεις κάτι βαρύ να σε ναρκώσει να σε κάνει να μη σκέφτεσαι αυτή τη ζωή τη γεμάτη απώλειες, τη γεμάτη πόνο. Κι αν μισό lexotanil παρέα με λίγο κονιάκ(και φυσικά Πάριο!!!) είναι ότι χρειάζεται για να χαμογελάσει μια γυναίκα στα εξήντα που νιώθει τόσο μόνη και θλιμένη, ε, εντάξει, ίσως να μην είναι και τόσο κακό…