Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

‘όσο υπάρχουν άνθρωποι’


 
(Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είμαι όντως ο άνθρωπος που κάποτε ονειρεύτηκα να γίνω…)

    Οκτώβρης του 2012 λοιπόν, κι αυτός στην εκπνοή του. Η ζωή(λίγο πριν το τέλος του κόσμου αν τελικά έχουν δίκιο οι Mayas) αποδεικνύεται πολύ διαφορετική από ότι τη φανταζόμουν. Μόνο εγώ άραγε; Μάλλον σχεδόν όλοι.
    Αφορμή για τέτοιες σκέψεις στάθηκε μια προσωπική δυσκολία που έτυχε να περάσω. Περιμένοντας στήριξη από τους δικούς μου ανθρώπους-εξαιρώ την οικογένειά μου- συνειδητοποίησα πως κάποιοι από τους ανθρώπους που θεωρούσα πολύ δικούς μου, δεν ήταν εκεί. Αφού όλοι έδωσαν το «παρών» με ένα τηλέφωνο που έλεγε «μη μασάς, όλα θα πάνε καλά», δεν ξαναφάνηκαν ποτέ. Τώρα, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δε με πείραξε και τόσο που κάποιοι δε φάνηκαν ποτέ, τους κατανόησα όλους  γιατί με τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καθένας σήμερα, όλοι έχουν να λύσουν πολλά δικά τους θέματα. Θα ήταν όμως άδικο αν δεν έλεγα πως υπήρξαν και κάποιοι, που ενδιαφέρθηκαν πραγματικά για μένα. Στη δική μου περίπτωση άνθρωποι που δεν ήταν και τόσο κοντά μου τυπικά αλλά απ’ότι φάνηκε ήταν ουσιαστικά. Άνθρωποι που έμεναν σε άλλες πόλεις όπως ο φίλος μου ο Νίκος που με έπαιρνε καθημερινά τηλέφωνο και μου έστελνε μήνυμα να δει τι κάνω ή όπως η Έλενα που χωρίς να με ξέρει καλά καλά, προσπάθησε να μου βρει δουλειά.  Ακόμη και όπως ο φίλος μου ο Κώστας(ο μεταμοντέρνος penfriend μου όπως τον λέω για τα mails που στέλνει ο ένας στον άλλο μιας και σπάνια τα λέμε από κοντά).
    Αυτή η συμπαράσταση ξύπνησε μέσα μου ένα αίσθημα αγάπης. Αγάπης για τους ανθρώπους, ναι αυτούς που συνήθως κατηγορούμε, κατακρίνουμε, ζηλεύουμε αντί να αγαπάμε και φροντίζουμε. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι παρά την βαθιά κοινωνική(εκτός από οικονομική) κρίση που περνάμε, υπάρχει κάτι που δεν έχει χαθεί. Η…καλοσύνη(-κι ας είναι και των ξένων όπως θα’λεγε και η Μπλανς).
Πού φτάσαμε όμως τελικά…να μην προσδοκούμε στο ενδιαφέρον των άλλων. Και όταν συμβαίνει να το αντιμετωπίζουμε σαν κάτι σπάνιο. Να είναι πλέον απόλυτα λογικό και κατανοητό ο καθένας να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και να μας εντυπωσιάζει ιδιαίτερα αν κάποιος ενδιαφερθεί για μας. Και αυτό που σκέφτομαι είναι αρκετές φορές ειλικρινά με τον εαυτό μου είναι αν εγώ θα έκανα κάτι τέτοιο. Στη θεωρία όλοι νομίζουμε ότι είμαστε αλτρουιστές, όμως στην πράξη; Πριν μερικά χρόνια θα απαντούσα με ένα ηχηρό «ΝΑΙ» το οποίο το υποστήριζα. Σήμερα όμως που μεγαλώνω και τα προβλήματά μου μεγαλώνουν κι αυτά θα νοιαζόμουν ειλικρινά για το πρόβλημα κάποιου ή θα έμενα απορροφημένη στα δικά μου; «Ναι» και πάλι τελικά, όσο υπάρχουν ακόμη άνθρωποι...
 

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

«Δάνεισον Men, Πάταξον Δε»



 
            «Δάνεισον Men, Πάταξον Δε»


    Τις τελευταίες μέρες παρακολουθώ το δράμα φίλου μου που αγκομαχάει, βαριανασαίνει, σφίγγεται ξεσφίγγεται και γενικώς σε άγχος βρίσκεται και σε βρασμό μεγάλο. Ο λόγος; Στα 36 του χρόνια πρέπει να ζητήσει για πρώτη φορά δανεικά από τον φάδερ. Καταλαβαίνετε ήδη την ειρωνεία της πρότασης ε; «Δανεικά», και δη από γονιό. Δηλαδή και αγύριστα, που, περιττό να συμπληρώσω, μόνο έτσι είναι πια τα δανεικά(γι’αυτό κι εσείς οι λίγοι, οι «μετρημένοι στα δάχτυλα» θα έλεγα, που έχετε ακόμη λεφτά, μη τα δίνετε ούτε για αστείο!), και από γονείς(που δε στρέχονται ως δανειστές αλλά ως…σπόνσορες!). 
    «Τι αγχώνεσαι βρε παιδάκι μου», να του λέω εγώ, που η ντροπή με έχει εγκαταλείψει από τότε που έπιασα δουλειά στον τουρισμό και πουλάω τρύπα κατσαρίδας, κόνιδας και σκουληκιού αντάμα για Deluxe Suite, «τα πράγματα είναι απλά». Θα πας να πεις: «Φάδερ, με γέννησες, μ’ανάθρεψες, δουλεύω από μικρός, τουτέστιν δε σου’φαγα πολλά καθότι εργατικός και τίμιος. Τώρα όμως η κρίση και το ΔΝΤ μου χτύπησαν την πόρτα οπότε πέσε εσύ το ρευστό για να μην πέσω εγώ σε βαθιά μελαγχολία».
    «Δεν είναι τόσο εύκολο ρε συ Λία», να απαντάει αυτός. Εγώ δουλεύω απ’τα 19 μου(μέρμυγκας απ’τα γεννοφάσκια του αυτό το παιδί, πώς τον έχω φίλο απορώ!). Από 19 χρονών κολλάω ένσημα και τώρα να ζητιανεύω για λεφτά;» μου πετάει αυτός δήθεν για να τον λυπηθώ που δουλεύει τόσα χρόνια. Εγώ όμως  που σκάω απ’το κακό μου για τα 17 χρόνια ένσημα(ενώ τα δικά μου μετά βίας φτάνουν τα 2!), δε μασάω, αντιθέτως πετάω το αμπιγιέ δηλητήριό μου σαν κλασική οχιά ζυγός:     
    «Πρώτον, να τα χαίρεσαι τα ένσημά σου, που να δω τί θα τα κάνεις που δε θα πιάνουν μία σε λίγα χρόνια γιατί κανείς δε θα παίρνει σύνταξη(σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι ήμουν πολύ προσεκτική να μην δαγκώσω τη γλώσσα μου και πάω από δηλητήριο πριν πω το καλύτερο). Και δεύτερον, ίσα ίσα θα έπρεπε να μην στενοχωριέσαι αλλά να χαίρεσαι! Ναι, να χαίρεσαι διότι έχεις να δανειστείς από κάποιον! Σπάνιο ενδεχόμενο θα μου πεις, αλλά εσένα σου συμβαίνει, και γι’αυτό θα πρέπει να είσαι ευτυχής!» «Kαι πώς θα το πω ρε Λία;», πάλι αντιδραστικός αυτός, «πατέρα, χαίρομαι που με μεγάλωσες και με έκανες κοτζάμ άντρα, τώρα για να ανταποδώσεις την ευτυχία που σου έδωσα….πλέρωνε;»
    «Ναι, κάπως έτσι το σκεφτόμουν», απαντάω η κυνική νυφίτσα εγώ. Εκτός κι αν θέλεις να ακολουθήσεις τον έτερο αποτελεσματικότατο, ανυπέρβλητα γλυψιματικό δρόμο της γαλιφιάς και οπότε να πέσεις στα πόδια του, να κλαφτείς και να πεις με βουρκωμένα μάτια: «Δάνεισον Men, Πάταξον Δε…»

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

«Υποκοριστικά»




    Λίγες μέρες μετά την αλλαγή του χρόνου και σαν κάτι να μ’έχει πιάσει και άρχισα να αναπολώ στιγμές της ζωής μου. Συνειδητοποιώντας τάχιστα ότι στα επαγγελματικά…απέτυχα(!),  στα οικονομικά…απέτυχα(!), στο να επιτύχω…απέτυχα(!), κατέληξα πολύ γρήγορα στο συμπέρασμα ότι μόνο με τα αισθηματικά άξιζε ο κόπος να ασχοληθώ και να δω επιτέλους τι τελοσπάντων είχα κάνει. Τότε ήταν που μου ήρθε στο μυαλό ένα πολύ παλιό στο-περίπου-παρ’ολίγον-φλερτ.

    Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, γατούλα δεν είμαι. Είμαι το είδος ανθρώπου που πολλές φορές αποκαλεί τους φίλους με παρατσούκλια ή διαφόρων ειδών προσφωνήσεις όπως ‘dear’, ‘darling’, ‘αγάπη’, ή ακόμη και ‘αλάνι’ ή ‘τρελοκομείο’ όταν πρόκειται για την τρελή κολλητή. Τώρα τελευταία μάλιστα έχω υιοθετήσει και το ‘πριγκίπισσα’ για τις εκκεντρικές φίλες μου, και μου αρέσει γιατί όλα αυτά διαφοροποιούν τη ζωή μας από τα ανιαρά και καθημερινά ‘Μαρία’, ‘Σοφία’, ‘Κώστα’, ‘Μπάμπη’. Στoυς άντρες από την άλλη, άντε να έβαζα δειλά την κατάληξη –άκη (π.χ. Δημητράκη, Γιαννάκη, Κωστάκη), ή το πολύ πολύ ένα «μου» κι αυτό μετά από καιρό.

    Γνωρίζω λοιπόν ένα «συμπαθητικούλη» τύπο, που γενικά ήταν μες στην ευγένεια και τις ωραίες συμπεριφορές. Μου άνοιγε την πόρτα να περάσω, μου έβαζε νερό ή κρασί όταν βγαίναμε για φαγητό, μου κρατούσε το παλτό να το φορέσω. Ο «περί ου ο λόγος», από την πρώτη μέρα που εκδηλώθηκε ο πόθος είχε τα υποκοριστικά στο τσεπάκι. Και τι υποκοριστικά! Ατάκες που ξεκινούσαν από «μωρό μου/μωράκι μου», «λατρεία μου», «καρδούλα μου», «ψυχή μου», και έφταναν μέχρι «έρωτά μου» και «αγάπη μου». Αποκορύφωμα όλων το… «ματάκια μου»!!! Και άντε το «μωρό μου» παλευόταν, είναι και κάτι που σε παίρνει να το πεις και στο ξεκίνημα μιας σχέσης, το «έρωτά μου» και το «αγάπη μου» όμως; Εγώ για να φτάσω ως εκεί, το θεωρούσα  όχι απλώς σημαντικό βήμα αλλά…‘μάνα επιτέλους θα ζήσεις το όνειρο, παντρεύομαι!’

    Βέβαια, για να πω την αλήθεια, οι περισσότερες προσφωνήσεις δε με πολυενοχλούσαν, πέραν του ότι καταλάβαινα ότι ήταν υπερβολικές. Μετά όμως που αποδείχτηκε Μέγας Φλώρος με ενοχλούσαν όλα!. Το «ματάκια μου» όμως, ε όχι, αυτό με ενοχλούσε απ’την αρχή. Το «ματάκια μου» (το οποίο σταδιακά έγινε και «ματάκια» σκέτο, ως εκ τούτου ακόμη πιο τραγικό) με έκανε να νιώθω η Σούλα απ’το Μπουρνάζι με τσίχλα στο στόμα, λαμέ φούστα και κάργα εξτένσιον στο μαλλί. Άσε που μέχρι τότε για μένα το «ματάκια» ήταν ατάκα που θα περίμενα μόνο από μπουζουκόβιο τύπο με χρυσή καδένα στο λαιμό και τρίχα στο ρουθούνι! Ο «περί ου» ωστόσο, μολονότι ουδεμία σχέση είχε με την παραπάνω περιγραφή(εξωτερικά τουλάχιστον, γιατί εσωτερικά απ’ότι αποδείχτηκε προσέγγιζε λίγο, βλ. παραπάνω «μέγας φλώρος»), επέμενε να με αποκαλεί έτσι ενώ εγώ χαμογελούσα σα χαζή χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω!   

    Λίγο καιρό μετά, και αφού η προσπάθεια σχέσης με τον «περί ου» δεν εστέφθη με επιτυχία(μήπως αιτία μεταξύ άλλων ήταν και το «ματάκια»;), χωρίσανε οι δρόμοι μας. Κάποια στιγμή μετά από καιρό γνωρίζω έναν άλλο τύπο, καθ’όλα διαφορετικό που από την αρχή της σχέσης μας το μόνο που έλεγε ήταν ένα ανυπέρβλητο, ένα υπέροχο...Λία μου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

    Δε ξέρω αν ήταν το συναισθηματικό δέσιμο, αλλά μου έκανε τρομερή εντύπωση το πώς κατάφεραν να με επηρεάσουν τόσο αυτές οι λέξεις. Δεν έχω δα και κάποιο εντυπωσιακό όνομα, ένα απλό ‘Λία’ με τρία γράμματα είναι(το οποίο βγαίνει και από το Ευαγγελία που είναι χέστα κι άστα). Ήταν μήπως επειδή ήμουν ερωτευμένη σφόδρα με το πρόσωπο που τις πρόφερε; Ήταν αυτή η απλότητα που έψαχνα σε όλα τα υποκοριστικά με το οποία με προσφώνισαν στο παρελθόν; Ή μήπως εκείνη την στιγμή κατάλαβα επιτέλους ότι αυτό που ήθελα πάντοτε δεν ήταν να είμαι κάποιου ο «έρωτας», η «καρδούλα» του, η «αγάπη» του, το «μωρό» του, η «ψυχούλα» του, τα «ματάκια» του, αλλά μόνο απλά και υπέροχα η….. «Λία του»;


Υ.Γ. Αφιερωμένο στη «Τζούσυ» και τον «Τζέρεμυ». Τα καλύτερα παρατσούκλια ever!!!