Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

μετά από καιρό...


   Τον είδα στο δρόμο μετά από καιρό. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό, τυλιγμένος σφιχτά στο παλτό του. Είχαμε καιρό να βρεθούμε. Ήταν άλλος ένας από κείνους τους ανθρώπους που συναντάμε κάποια στιγμή στη ζωή μας, δενόμαστε για λίγο μαζί τους, και στην πορεία κάτι γίνεται, κάτι χαλάει πριν προλάβουμε να συνδεθούμε μαζί τους. Σαν να μας έχει δεμένους ο φόβος μη (ξανα)πληγωθούμε και να μας τραβάει μακριά από το συναίσθημα. Και έτσι οι άνθρωποι φεύγουν και μένει πίσω αυτή η αίσθηση ότι μέσα μας κάτι έχει μείνει ημιτελές.

   Μόλις συναντήθηκαν οι ματιές μας προχώρησα με ένα μεγάλο όσο και αμήχανο χαμόγελο προς το μέρος του. Εκεί, στο φανάρι Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, είδα για άλλη μια φορά στα μάτια του εκείνη τη λάμψη που κάνει τα θλιμμένα μάτια έτοιμα να κλάψουν. Που έλεγε με ένα βλέμμα συγνώμη που δε μπόρεσα να ρίξω τα τείχη μου και να σε εμπιστευτώ. Που έλεγε, έχω πληγωθεί κι έχω πονέσει.


 -«Γεια», είπα, με την άκρη του ματιού να πιάνει τα χειμωνιάτικα γκρίζα κύματα του Θερμαϊκού.

-«Γεια», είπε κι εκείνος. «Τι κάνεις;»

-«Καλά. Εσύ;»

-«Καλά. Ησυχία. Βγήκα για κάτι δουλειές, αλλά με τόσο κρύο… το μετάνιωσα.»

-«Ναι, κρύο σήμερα», απάντησα, και σκέφτηκα πως ο καιρός είναι πάντα η κουβέντα που μας φέρνει κοντά τον ένα στον άλλο και καμουφλάρει την αμηχανία μας όταν νιώθουμε σαν ξένοι.

Κοιταχτήκαμε για δυο λεπτά.

-«Λοιπόν, πρέπει να φύγω. Θα μιλήσουμε όμως», είπα.

-«Ναι, φυσικά. Μη χάνεσαι, ε;»


   Ήθελα να του πω ότι νιώθουμε το ίδιο, ότι φοβάμαι κι εγώ, ότι θέλω κάποιον να αγκαλιάσω και κάποιον να μ’αγκαλιάσει, ότι κι εγώ τις νύχτες ψάχνω στα σεντόνια το άλλο μου μισό. Ήθελα να του πω πως κι εγώ φοβήθηκα όταν άρχισα να νιώθω κάτι παραπάνω, όταν έπρεπε να κάνω την υπέρβαση και να αφεθώ. Ήθελα να του πω ότι ένα γλυκό χάδι μπορεί να απαλύνει τον πόνο και να γκρεμίσει τα τείχη των ανασφαλειών μας. Ήθελα να του πιάσω το χέρι και να το σφίξω, ήθελα να απαλύνω τις πληγές του, ήθελα να του πω πως μαζί είναι καλύτερα, παντού. Κι ότι εγώ είμαι εδώ.
 

-«Εντάξει», είπα. Κι έφυγα.

 

« Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
   Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
   Τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις έχουμε ακόμα ζήσει
   Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’όλα…
   Δεν στο ‘χω πει ακόμα…»
 (Ναζίμ Χικμέτ. Από τη συλλογή τα ποιήματα των 9-10 μ.μ., γραμμένα στις φυλακές της Προύσας το 1945.)
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου