Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

στο ‘λεωφορείο’
    Ένας από τους λόγους που δεν πρόκειται να συμπαθήσω αυτή την πόλη είναι ότι πρέπει να τη διασχίζω απ’άκρη σ’άκρη με το λεωφορείο. Αν είναι τραγικό το να πρέπει να επιβιώσεις στους συρρικνωμένους(λόγω έργων του μετρό)δρόμους με αυτοκίνητο, το να χρειάζεται να μετακινηθείς με λεωφορείο, είναι απλώς εφιαλτικό.
     Δυστυχώς εγώ, μιας και τώρα τελευταία συνάπτω δειλά δειλά σχέσεις με την οδήγηση, αναγκαστικά χρησιμοποιώ λεωφορείο. Στο οποίο περνάω καθημερινά τουλάχιστον ένα δίωρο της ζωής μου. Οπότε διαβάζω, γράφω, στέλνω μηνύματα στο κινητό, ακούω μουσική, αλλά κυρίως, παρατηρώ τους ανθρώπους. Τους παρατηρώ και σκέφτομαι πού πηγαίνουν, πώς να είναι οι ζωές τους, αν είναι θλιμμένοι, βαριεστημένοι, ερωτευμένοι. Σήμερα έπεσε το μάτι μου στον οδηγό του λεωφορείου. Τον συναντώ συχνά αυτόν τον τύπο, αυτός πάντα στη θέση του οδηγού και εγώ πάντα ανάμεσα στους επιβάτες. Ένας ψηλός, ξανθός τριανταπεντάρης, ίσως και λίγο παραπάνω, αδύνατος, με στρόγγυλο πρόσωπο και μακριά δάχτυλα. Το μεγάλο του μέτωπο τονίζεται ακόμη περισσότερο από τους άδειους κροτάφους και τα μαλλιά που έπεφταν από το κέντρο του κεφαλιού στο μέτωπο σχηματίζοντας ένα ‘V’. Στο ένα του χέρι φορούσε ρολόι και στο άλλο μια από αυτές τις αντρικές αλυσίδες. Από ρούχα δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά μόνο ότι φορούσε ένα κλασικό γαλάζιο πουκάμισο και από πάνω του ένα μπλε πουλόβερ∙ τα ενδυματολογικά κλισέ του Ο.Α.Σ.Θ.
Καθώς το λεωφορείο κινούνταν στους θλιβερούς βρεγμένους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με μια μελαγχολία που τη διέκοπτε μόνο ο μονότονος ήχος του κουμπιού της στάσης, καθόμουν και σκεφτόμουν πώς να ήταν άραγε η ζωή αυτού του οδηγού. Η δουλειά του ήταν μια αθεράπευτη μονοτονία: καθημερινά η ίδια διαδρομή, ατέρμονα επαναλαμβανόμενη, με μόνη παρηγοριά τις εναλλαγές της μέρας και της νύχτας. Είχε τουλάχιστον παρέα λίγο μουσική όπως εγώ; Έβγαλα το ένα μου ακουστικό για να ακούσω αλλά τίποτα.
Η ζωή του όμως; Πώς να ήταν άραγε η ζωή του; Ήταν παντρεμένος; Βέρα να πω την αλήθεια δεν είδα. Ίσως όμως να είχε σχέση, σίγουρα με μια κοπέλα που θα του σιδέρωνε κάθε βράδυ τα ρούχα και πρωί πρωί θα του ετοίμαζε τον καφέ, τον ίδιο που στεκόταν στο θερμός που είχε δίπλα στο τιμόνι. Ίσως πάλι να έμενε μόνος του, χωρίς κανένα να γυρίσει σπίτι σε αυτόν, χωρίς κανένα να του ετοιμάσει φαγητό. Και τόσες ώρες που οδηγούσε; Τι άραγε σκεφτόταν; Μπορεί τα παιδιά του(αν είχε), πώς μεγάλωναν τόσο γρήγορα, πόσο λίγο τα έβλεπε. Ίσως να σκεφτόταν ότι θα ήθελε να έχει οικογένεια, ή ότι θα’θελε να προτείνει στην κοπέλα του να παντρευτούν. Μπορεί απ’την άλλη να σκεφτόταν πόσο μονότονη ήταν η ζωή του, πόσο επαναλαμβανόμενες οι μέρες του. Ή να περνούσε τις ώρες του κάνοντας ότι κι εγώ: παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω του και πλάθοντας ιστορίες για αυτούς.
    Εγώ πάντως για αυτόν τον περίεργο οδηγό, φαντάστηκα ότι ήταν Έλληνας του εξωτερικού. Από κάπου βόρεια, από την Γερμανία πιθανόν. Και είχε έρθει στην Ελλάδα πριν λίγα χρόνια κυνηγώντας έναν έρωτα. Ο έρωτας δεν ευδοκίμησε αλλά εκείνος επέμεινε να μείνει. Ίσως του είχε αφήσει κι ένα παιδί. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, θα του ταίριαζε να είναι πατέρας. Έμενε σε ένα δυάρι με συγκάτοικο ένα σκύλο, και είχε χόμπι τους αγώνες ταχύτητας. Άκουγε ροκ και ρεμπέτικη μουσική και του άρεσε να βγαίνει σε ταβερνάκια για ούζα με φίλους. Ώρες ώρες αναπολούσε τη ζωή στην Γερμανία αλλά τα ξεχνούσε όλα μόλις ξυπνούσε και έβλεπε αυτόν τον υπέροχο ελληνικό ήλιο.
    Αυτά σκεφτόμουν μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Πώς να είναι άραγε η ζωή  κάποιων ανθρώπων γύρω μας; Αυτών με τους οποίους οι ζωές μας συναντιούνται για τόσο λίγο; Περνάμε ώρες της καθημερινότητάς μας δίπλα δίπλα με κάποιους ανθρώπους και δε μαθαίνουμε ποτέ τίποτα για αυτούς παρά μόνο τη θλίψη ή τη χαρά που καθρεφτίζεται στα μάτια τους όταν τυχαία συναντιούνται οι ματιές μας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου