Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Η κυρία «Χαρμολύπη»


    Πριν από λίγο καιρό είχα πάει να επισκεφτώ την αγαπημένη μου θεία. Η θεία μου μένει σε ένα μικρό νησάκι του αργοσαρωνικού. Το καλοκαίρι το νησί είναι ένα όνειρο. Το χειμώνα όμως είναι σαν να πηγαίνεις στο χωριό. Και όχι σε κανα χωριό που σφύζει από ζωή, μιας και τα πιο πολλά μαγαζιά είναι κλειστά και ο περισσότερος κόσμος λείπει. Δεν έχει λοιπόν και πολλά πράγματα να κάνεις, εκτός από δουλειές του σπιτιού τις οποίες και έχεις τελειώσει και ως το απόγευμα που είναι η ώρα για καφεδάκι και χουζούρι δίπλα στο τζάκι. Το μόνο λοιπόν που συμβαίνει τα απογεύματα είναι αυτό που λέω εγώ η «μετακίνηση γυναικών». Κάθε απόγευμα στα σπίτια του νησιού κοπέλες και γυναίκες κάθε ηλικίας μαζεύονται για καφέ και κουσκούς.
    Ένα απόγευμα μας επισκέφτηκε για καφέ η κυρία Κατίνα. Μια συμπαθέστατη κυρία γύρω στα 60, με ξανθό καρέ μαλλί, ξασμένο στο φουλ (κλασική κόμμωση 70’s) και κοκάλινο σκελετό μυωπίας που κρεμόταν από το λαιμό με μια αλυσιδίτσα. Στο χέρι είχε καμιά δεκαπενταριά χρυσά βραχιόλια και στο λαιμό φορούσε ένα μενταγιόν με τη φωτογραφία του γιου τηςŸείχα ήδη πληροφορηθεί από τη θεία μου ότι χρόνια πριν είχε χάσει το μονάκριβο γιο της από μια δύσκολη ασθένεια και ποτέ δεν είχε συνέλθει εντελώς. Συνηθισμένη εγώ στα απογευματινά σουαρέ, ρώτησα αμέσως τι καφεδάκι να κάνω και αποχώρησα για να τα ετοιμάσω. Επέστρεψα μετά από λίγο, με τα τρία καφεδάκια και τα καθιερωμένα, τα ανεπανάληπτα, τα δεν-έχω-πιο-vintage-κεράσματα «πτι-φουρ», και πήρα θέση δίπλα στο τζάκι. Είχα πετύχει αρκετές φορές τέτοιους απογευματινούς καφέδες με φίλες ή γειτόνισσες της θείας μιας και την επισκεπτόμουν συχνά, και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα πιάσει τον εαυτό μου να απολαμβάνει αυτούς τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες. Με την πρώτη κουβέντα κατάλαβα ότι το απόγευμα με την κυρία Κατίνα δεν θα ήταν ένα βαρετό απόγευμα.
    Η κυρία Κατίνα δίκαια κέρδισε τον τίτλο «Χαρμολύπη» μιας και πηδούσε όχι μόνο από το ένα θέμα στο άλλο, αλλά από τη χαρά στη λύπη με απίστευτη ταχύτητα και ευκολία. Πότε βούρκωνε γιατί της έλειπε ο γιος της, κοιτούσε το μενταγιόν και χάιδευε τη φωτογραφία, πότε μας εξιστορούσε γελώντας ιστορίες για το πόσο άτακτος ήταν ο γιος μικρός και πώς η ίδια τον κυνηγούσε όταν για να της ξεφύγει πηδούσε μάντρες. Οι δε εναλλαγές γίνονταν με απίστευτη ταχύτητα, από τη μια φιλοσοφικό σχόλιο για το εφήμερο της ζωής παρέα με τα−εμπνευσμένα−«τί είμαστε, τίποτα δεν είμαστε», και απότομη στροφή 180 μοιρών και σχόλιο για την γειτόνισσα που «ναι καλέ, τον άφησε τον άντρα της στα 42, και τώρα μένει με τον άλλο. Εμ, έτσι είναι αγάπη μου, άμα δεν την έχεις ικανοποιημένη τη γυναίκα, θα στην κάνει», ακολουθούμενο από γέλια.

Μετά το πρώτο μισάωρο του˗ακατάπαυστου˗μονολόγου της ζήτησε συγνώμη από τη θεία μου για την φλυαρία της και δικαιολογήθηκε λέγοντας πως οφειλόταν στο ότι δεν είχε πάρει το απογευματινό της lexotanil. Η θεία μου(αλάνι από τα λίγα), φυσικά προσφέρθηκε να της δώσει ένα. Ξέρετε, στα είκοσι οι κοπέλες ανταλλάζουν ρούχα, στα τριάντα ανταλλάζουν άντρες, στα σαράντα ανταλλάζουν κουτσομπολιά, ε, μετά τα εξήντα οι γυναίκες ανταλλάζουν μεταξύ τους χάπια. «Μου τέλειωσαν της πιέσεως» η μία, «Έλα έχω εγώ» η άλλη. «Α, αυτά παίρνεις; Εγώ παίρνω κάτι άλλα αλλά σιγά, δώσε τώρα ένα από αυτά».

Έτσι και η κυρία «Χαρμολύπη». «Αχ ναι, να’σαι καλά», της είπε, «δώσε μου μισό, μαζί όμως με λίγο κονιακάκι». Ορίστε; Ακόμη κι εμείς, που όσο να’ναι σαν νέοι τις έχουμε κάνει τις χαζομάρες μας, αυτό το ξέρουμε σαν απαράβατο κανόνα. Ποτέ χάπια με αλκοόλ. «Α, με συγχωρείς πολύ», της είπε κι η θειά μου, «ή κονιακάκι, ή χαπάκι. Διάλεξε.» «Μα γιατί γλυκιά μου;» απορούσε η κυρία «Χαρμολύπη» που δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. «εγώ το βράδυ έτσι ηρεμώ. Lexotanil,γαλατάκι και…ουισκάκι. Μετά βάζω λίγο Πάριο στο κασετόφωνο, ακούω λίγη ώρα και μετά κοιμάμαι».
«Έτσι είναι», σκέφτηκα. Η χαρά και η λύπη εναλλάσσονται τόσο γρήγορα που δεν αρκεί ένα χάπι για να κατευνάσει τους πόνους μας. Όλα είναι τόσο δύσκολα πια που θέλεις κάτι βαρύ να σε ναρκώσει να σε κάνει να μη σκέφτεσαι αυτή τη ζωή τη γεμάτη απώλειες, τη γεμάτη πόνο. Κι αν μισό lexotanil παρέα με λίγο κονιάκ(και φυσικά Πάριο!!!) είναι ότι χρειάζεται για να χαμογελάσει μια γυναίκα στα εξήντα που νιώθει τόσο μόνη και θλιμένη, ε, εντάξει, ίσως να μην είναι και τόσο κακό…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου